Πολλά κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, απορρίπτουν κατηγορηματικά την πρόταση που προωθεί η Γερμανία διά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την –υπό προϋποθέσεις– υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης αερίου κατά 15% με απόφαση της Κομισιόν. Στη Γερμανία οι περικοπές της κατανάλωσης στη βιομηχανία θεωρούνται περίπου αναπόφευκτες εξαιτίας της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο. Ωστόσο, οι χώρες του Νότου έχουν μικρότερη εξάρτηση και περισσότερες εναλλακτικές.
Σοκαρισμένες και με την αγωνία στο κατακόκκινο παρακολουθούν η εγχώρια και η ευρωπαϊκή βιομηχανία τις εξελίξεις γύρω από την πρόταση της Ε.Ε. για την υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου σε ποσοστό 15% τους επόμενους οκτώ μήνες. «Παρακαλούμε τις κυβερνήσεις να κάνουν οτιδήποτε μπορούν για να διατηρήσουν βασικές βιομηχανίες όπως ο τομέας μετάλλων και να αποφύγουν τις περικοπές... Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί μετάλλων προετοιμάζονται ήδη για ένα χειμώνα ζωής ή θανάτου», δήλωσε ο Guy Thiran, γενικός διευθυντής της Eurometaux, που εκπροσωπεί έναν από τους πιο ισχυρούς βιομηχανικούς κλάδους της Ευρώπης με πάνω από 900 εγκαταστάσεις και ετήσιο κύκλο εργασιών 120 δισ. ευρώ, που απασχολεί 500.000 άτομα. Συναγερμό σήμανε η απόφαση της Επιτροπής και για την ελληνική βιομηχανία, η οποία αν και δεν είναι μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου, ανησυχεί ότι η παραγωγή της θα επηρεαστεί λόγω της υψηλής συμμετοχής του φυσικού αερίου στον ηλεκτρισμό. «Δεν είναι μόνο η ποσότητα, είναι και η διάρκεια. Μιλάμε για περικοπή φορτίων 15% σε ημερήσια βάση για διάστημα οκτώ μηνών. Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για τη βιομηχανία και την εθνική οικονομία», δηλώνει στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνης Κοντολέων.
«Οχι» στο σχέδιο της Ε.Ε.
Με το που ανακοινώθηκε η απόφαση της Επιτροπής πήραν φωτιά τα τηλέφωνα και οι επιστολές, με τις επιχειρήσεις του κλάδου να μεταφέρουν στους θεσμικούς φορείς τους αλλά και στα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία την αγωνία τους και τις μη αναστρέψιμες συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης για την ελληνική βιομηχανία και την εθνική οικονομία. Για πάνω από έξι ώρες διαβουλεύονταν μεταξύ τους και τα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία για να καταλήξουν αργά τα μεσάνυχτα στην απόφαση που κοινοποίησε στην πρωινή ενημέρωση Τύπου χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου. Οτι δηλαδή και η Ελλάδα λέει «όχι» στην πρόταση της Επιτροπής. «Η κυβέρνηση δεν συμφωνεί επί της αρχής με την πρόταση της Κομισιόν για μείωση 15% στο φυσικό αέριο. Εμείς έχουμε καταθέσει προτάσεις και στις προτάσεις αυτές θα επιμείνουμε...», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Τη διαφωνία της Ελλάδας μετέφερε λίγο αργότερα με δηλώσεις του και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας.
Το 70% του φυσικού αερίου που εισάγει η χώρα μας χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, κατά συνέπεια θα προκαλούνταν προβλήματα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, σημείωσε ο κ. Σκρέκας, ενώ συμπλήρωσε ότι «μια τέτοια μείωση δεν πρόκειται να συμβάλει στην ενίσχυση των βορείων χωρών, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, οι οποίες έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα». Ο ίδιος χαρακτήρισε περίεργο το γεγονός ότι η Ε.Ε. προχώρησε σε αυτή την απόφαση χωρίς να έχει προηγηθεί σοβαρή διαβούλευση και ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με τους ομολόγους του στην Ισπανία, την Ιταλία και σε άλλες χώρες προκειμένου να συνυπογράψουν μια κοινή επιστολή προς την Επιτροπή ενόψει της συζήτησής της στο συμβούλιο υπουργών της 26ης Ιουλίου.
Είχε προηγηθεί η ηχηρή αντίδραση της Ισπανίας με την ανακοίνωση της πρότασης από την Επιτροπή, καθώς και της Πορτογαλίας, γύρω από τις οποίες, και μαζί με την Ελλάδα, συγκροτείται ένα νέο μέτωπο των χωρών του Νότου ενάντια στο μέτωπο του Βορρά με επίκεντρο τη Γερμανία, αντίστοιχο με αυτό που είδαμε στην αρχή της ενεργειακής κρίσης, αλλά αυτή τη φορά με τους ρόλους να αντιστρέφονται. Το τελευταίο τρίμηνο του 2021 η κρίση είχε πλήξει δυσανάλογα τις χώρες του Νότου, οι οποίες πίεζαν για τιμολόγηση της κιλοβατώρας βάσει του μέσου κόστους παραγωγής αντί της ακριβότερης (οριακής), με τον Βορρά να αντιστέκεται και την Επιτροπή να κλείνει το θέμα με μια απόφαση που συνοψιζόταν στο ότι θα ήταν καταστροφική η αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας της αγοράς. Το πρόβλημα των υψηλών τιμών δεν είχε αγγίξει ακόμη τη γερμανική οικονομία και άλλες χώρες του Βορρά, που είχαν εν ενεργεία προθεσμιακά συμβόλαια με τιμές προ κρίσης. Με τον Πούτιν να κορυφώνει την εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου, περιορίζοντας τις ροές μέσω του αγωγού Nord Stream 1 που τροφοδοτεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία με την υψηλή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο βρέθηκε στην πιο αδύναμη θέση και είναι αυτή τώρα που επιδιώκει επιμερισμό των συνεπειών, γι’ αυτό και εμφανίζεται ως βασικός υποστηρικτής της πρότασης της Κομισιόν.
«Υπερασπιζόμαστε τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά δεν μπορούμε να αναλάβουμε μια θυσία για την οποία δεν μας έχει ζητηθεί καν προηγούμενη γνώμη», δήλωσε η Ισπανίδα υπουργός Οικολογικής Μετάβασης Teresa Ribera. Η ίδια έκρινε ότι η ιδέα της Επιτροπής «δεν είναι απαραίτητα ούτε η πιο αποτελεσματική, ούτε η πιο αποδοτική, ούτε η πιο δίκαιη». Την απόλυτη αντίθεσή της εξέφρασε και η Πορτογαλία, με τον υπουργό Ενέργειας της χώρας Joao Galamba να χαρακτηρίζει την πρόταση της Επιτροπής «μη βιώσιμη», επειδή κάτι τέτοιο θα παρεμπόδιζε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες φυσικού αερίου, την ώρα που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ακραία ξηρασία.
Πυρετώδεις συζητήσεις
Το μπλοκ των χωρών του Νότου, με το οποίο έχουν συνασπιστεί και η Ιταλία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πολωνία κ.ά. στις συζητήσεις που συνεχίζονται πυρετωδώς μεταξύ κρατών-μελών και της Επιτροπής, επικαλείται στην επιχειρηματολογία του κατά της απόφασης και νομικά προβλήματα. Υποστηρίζει ότι η απόφαση παραβιάζει το άρθρο 21 της Συνθήκης της Λισσαβώνας που προβλέπει την αυτονομία και αυτενέργεια των κρατών-μελών στις αποφάσεις τους για το ενεργειακό τους μείγμα. Η μάχη για το τελικό αποτέλεσμα συνεχίζεται, με το μπλοκ του Νότου να επιδιώκει αδυναμία λήψης απόφασης δεδομένου ότι η υποχρεωτικότητα της εφαρμογής της προϋποθέτει αυξημένη πλειοψηφία (άνω του 1/3 των σταθμισμένων ψήφων των χωρών-μελών). Στόχος είναι η πρόταση να μη φθάσει στο συμβούλιο υπουργών της 26ης Ιουλίου, δηλαδή να αναβληθεί, ή η Επιτροπή να καταλήξει σε μια συμβιβαστική πρόταση που θα μπορεί να εγκριθεί.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή