Ο κύβος ερρίφθη για το µέλλον της κάποτε πανίσχυρης εκδοτικής αυτοκρατορίας της οικογένειας Μπόµπολα. Οι τράπεζες αποφάσισαν να πραγµατοποιήσουν στις 26 Ιουλίου δηµόσιο πλειστηριασµό για την πώληση των εταιρειών που συνέθεταν τον όµιλο της Πήγασος Εκδοτική Α.Ε.
Σε σχέση µε την περίπτωση του ∆ΟΛ, η βασική διαφορά του µοντέλου εκποίησης είναι ότι η Πήγασος θα πουληθεί τµηµατικά. Στην περίπτωση του ∆ΟΛ διαχωρίστηκαν τα ακίνητα από τα υπόλοιπα στοιχεία του ενεργητικού και έγιναν δύο πλειστηριασµοί.
Επειδή η Πήγασος είναι εταιρεία συµµετοχών, υπάρχει δυνατότητα να βγουν σε πλειστηριασµό µία προς µία οι θυγατρικές εταιρείες, οι οποίες και συγκεντρώνουν όλες τις δραστηριότητες του οµίλου. Οι τράπεζες κινήθηκαν γρήγορα και χωρίς χρονοτριβή σε διάστηµα σχεδόν τριών εβδοµάδων από το ξέσπασµα της κρίσης προσδιορίζοντας αµέσως τους πλειστηριασµούς για την Πήγασος.
Η ταχύτητα των αποφάσεων αποδίδεται στην πρόθεσή τους να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιµές, καθώς οι εταιρείες έχουν διακόψει τη λειτουργία τους και απαξιώνονται. Οσο παραµένουν ανενεργές υπάρχει κίνδυνος να χάσουν εντελώς την αξία τους.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του 13,09% του ΜEGA. Αν οι µέτοχοι Γ. Βαρδινογιάννης και Βαγγέλης Μαρινάκης αποφασίσουν να προχωρήσουν σε αύξηση κεφαλαίου, τότε το 13,09% των µετοχών του Πήγασου που είναι δεσµευµένο θα υποστεί µεγάλη αποµείωση (dilution) της αξίας του.
Να σηµειωθεί ότι οι πωλήσεις των εταιρειών στις οποίες συµµετέχει η Πήγασος θα πραγµατοποιηθούν µε τα δανειακά βάρη να µεταφέρονται στον πλειοδότη. ∆ηλαδή, ο αγοραστής του 50% της εκτυπωτικής Ιρις θα πρέπει να εξυπηρετεί τα δάνεια των περίπου 60 εκατ. που βαρύνουν την εταιρεία ή του 26,53% της Ευρώπη Α.Ε., ενώ θα έχει µε τους συνεταίρους του υποχρέωση εξυπηρέτησης των 14 εκατ. που οφείλει στις τράπεζες η εταιρεία.
Αυτός φαίνεται να είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο οι τράπεζες επέλεξαν την πώληση του οµίλου κατά τµήµατα. Πιθανόν βέβαια πίσω από την ταχύτητα των εξελίξεων για το µέλλον της Πήγασος να κρύβεται και το ενδιαφέρον της κυβέρνησης να περάσουν σε φιλικά της συµφέροντα τα πιο δυναµικά τµήµατα του οµίλου. Αλλωστε το «Εθνος» ήταν η βασική εφηµερίδα που στήριζε σταθερά τις κυβερνητικές επιλογές.
Συγκεκριµένα, στις 26 Ιουλίου θα βγουν σε ξεχωριστές διαδικασίες πλειστηριασµού οι εξής εταιρείες:
■ Το 97,3% της Α.Ε. Μουσικών Εκδηλώσεων και Παραγωγών Ανωση που έκανε τις τηλεοπτικές παραγωγές
■ Το 100% της Pegasus Magazines Publications S.A. που εξέδιδε περιοδικά
■ Το 100% της Εκδόσεις ΕΘΝΟΣ Α.Ε. που εξέδιδε τις εφηµερίδες «Εθνος» και «Ηµερησία»
■ Το 100% της Πήγασος Ιnteractive που υποστήριζε τις δραστηριότητες του οµίλου στο ∆ιαδίκτυο
■ Το 26,53% του πρακτορείου διανοµής Τύπου ΕΥΡΩΠΗ Α.Ε.
■ Το 50% της εκτυπωτικής Ιρις ■ το 13,09% της Τηλέτυπος. Η αρχική συµµετοχή της Πήγασος ήταν 32,73% αλλά µετά την αιφνιδιαστική πώληση στον Ιβάν Σαββίδη το ποσοστό περιορίστηκε στο 13,09%, το οποίο δεν µεταβιβάστηκε καθώς ήταν δεσµευµένο από τις τράπεζες
■ Το 50% της ΝSP RADIO A.E. που έχει το ραδιόφωνο του οµίλου
■ Το 50% της Word of Mouth, υπεύθυνης διανοµής κινηµατογραφικών ταινιών
■ Το 33,3% της Εκδοτικής Βορείου Ελλάδος που εξέδιδε τον «Αγγελιοφόρο»
■ Το 20% της Αποστολή Α.Ε. ∆ιανοµών
■ Το 50% της Μέλλον Group A.E., της οποίας η επωνυµία φαντάζει ειρωνική µε τις σηµερινές συνθήκες.
Ουσιαστικά στις 26 Ιουλίου µε τους πλειστηριασµούς θα παρακολουθήσουµε το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου της Πήγασος. Οι τίτλοι τέλους είχαν πέσει πολύ νωρίτερα, καθώς επί πολλά χρόνια το ένα διαχειριστικό λάθος συσσωρευόταν πάνω στο άλλο, όπως άλλωστε και τα δάνεια που έγιναν βουνό. Η Πήγασος είχε ρεκόρ αρνητικών κεφαλαίων και χρωστούσε στις τράπεζες 161,9 εκατ. ευρώ, από τα οποία σε καθυστέρηση πάνω από τρεις µήνες ήταν τα 103,8 εκατ. σύµφωνα µε τα στοιχεία Οκτωβρίου 2016.
Η δραµατική οικονοµική κατάσταση του εκδοτικού οµίλου επισηµάνθηκε και από τους ορκωτούς ελεγκτές της Μοοre Stephens. Συγκεκριµένα, το 2016 οι ελεγκτές επισήµαναν στις οικονοµικές καταστάσεις της Πήγασος ότι «γίνεται αναφορά για ανεπαρκή κεφάλαια κίνησης. Το γεγονός αυτό είναι ένδειξη ουσιώδους αβεβαιότητας και µπορεί να συνιστά αµφιβολίες για τη συνέχιση της δραστηριότητας της εταιρείας και του οµίλου».