Έντεκα δισ. ευρώ περίπου κατευθύνθηκαν σε αµοιβαία κεφάλαια και έντοκα του ελληνικού ∆ηµοσίου τον τελευταίο 1,5 χρόνο, αποτέλεσµα της στροφής των Ελλήνων σε εναλλακτικές αποταµιεύσεις λόγω των χαµηλών επιτοκίων που δίνει η κατάθεση στην τράπεζα. Από αυτά:
• Τα 6,5 δισ. ευρώ είναι τοποθετήσεις σε αµοιβαία κεφάλαια (3 δισ. ευρώ το 2023 και άλλα 3,5 δισ. ευρώ το 8µηνο του 2024) και
• Αλλα 4,5 δισ. ευρώ είναι οι τοποθετήσεις από ιδιώτες αποταµιευτές σε έντοκα γραµµάτια του ελληνικού ∆ηµοσίου. Σε αυτά περιλαµβάνονται και οι αγορές στη δευτερογενή αγορά από µεγάλα «πορτοφόλια», ενώ οι τοποθετήσεις από µικροκαταθέτες µε βάση το όριο των 15.000 ευρώ αντιπροσωπεύουν 1 δισ. ευρώ και ανανεώνονται διαρκώς στις διαδοχικές εκδόσεις που πραγµατοποιεί ο Ο∆∆ΗΧ.
Την ίδια στιγµή, οι καταθέσεις των νοικοκυριών µειώθηκαν στα 145,9 δισ. ευρώ από 146,6 δισ. ευρώ στα τέλη του 2023, µε τη συµµετοχή των προθεσµιακών καταθέσεων να καταγράφει οριακή µόλις αύξηση κατά 662 εκατ. ευρώ, στα 37,2 εκατ. ευρώ στα τέλη Ιουλίου, σαφή ένδειξη ότι οι καταθέτες γυρίζουν την πλάτη τους στις καταθέσεις, αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις σε εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές.
Οπως διαπιστώνει η Allianz στη 15η έκδοση του Global Wealth Report, το 2023 παρατηρήθηκε αλλαγή της αποταµιευτικής συµπεριφοράς των Ελλήνων, οι οποίοι στράφηκαν σε οµόλογα και αµοιβαία κεφάλαια.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία του Global Wealth Report, οι νέες αποταµιεύσεις αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 36%, φτάνοντας τα 5,4 δισ. ευρώ, αλλά «οι Ελληνες αποταµιευτές αντέδρασαν έντονα στην αλλαγή πορείας των επιτοκίων» και «απέσυραν 2,2 δισ. ευρώ από τραπεζικές καταθέσεις και τα κατηύθυναν σε χρεόγραφα και µετοχικούς τίτλους (7,6 δισ. ευρώ), µε τα οµόλογα να είναι οι µεγαλύτεροι κερδισµένοι». Οι τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα επωφελήθηκαν κατά 500 εκατ. ευρώ από τις νέες αποταµιεύσεις.
Σύµφωνα µε στοιχεία του Global Wealth Report, τα χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 7,4% το 2023, καταγράφοντας τον υψηλότερο –µε εξαίρεση τη Σουηδία– ρυθµό αύξησης στη ∆υτική Ευρώπη. Κύριος µοχλός αυτής της ανάπτυξης ήταν τα χρεόγραφα και οι µετοχικοί τίτλοι, που αυξήθηκαν κατά 23,9%, διαµορφώνοντας το µερίδιό τους στο συνολικό χαρτοφυλάκιο των Ελλήνων στο 38%. Η αύξηση αυτή, όπως παρατηρεί η Allianz, αντιστάθµισε τη µείωση της µεγαλύτερης κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων στο χαρτοφυλάκιο των ελληνικών νοικοκυριών, δηλαδή των τραπεζικών καταθέσεων (µερίδιο 53%), οι οποίες µειώθηκαν κατά 1,1%. Οι τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα παρουσίασαν σηµαντική αύξηση κατά 6,8%, αλλά το µερίδιό τους στο χαρτοφυλάκιο παραµένει µικρό (6%).
Με βάση την ανάλυση της Allianz, «ακόµα και σε πραγµατικούς όρους, η εικόνα δεν αλλάζει σηµαντικά, καθώς προσαρµοσµένα για τον πληθωρισµό, τα χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων αυξήθηκαν κατά 3,1% το 2023, σηµειώνοντας τη µεγαλύτερη πραγµατική αύξηση στην περιοχή, ακόµη και από τη Σουηδία. Σε σύγκριση µε τα προ πανδηµίας επίπεδα του 2019, η αγοραστική δύναµη των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων ήταν 7,2% υψηλότερη. Την ίδια στιγµή, οι υποχρεώσεις των Ελλήνων µειώθηκαν κατά 1,6%, οδηγώντας τον δείκτη χρέους στο 49% στο τέλος του 2023, δηλαδή για πρώτη φορά κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο των γερµανικών νοικοκυριών. Τέλος, «τα καθαρά χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά ένα πολύ ισχυρό 12,4% και µε καθαρά χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία ανά κάτοικο 21.140 ευρώ, η Ελλάδα ανέβηκε µία θέση στην κατάταξη των 20 πλουσιότερων χωρών, φτάνοντας στην 29η θέση».
Η «αποστροφή» των Ελλήνων αποταµιευτών από τις καταθέσεις είναι αποτέλεσµα των χαµηλών επιτοκίων που εφαρµόζουν οι ελληνικές τράπεζες, το ύψος των οποίων στις καταθέσεις προθεσµίας διαµορφώνεται µεσοσταθµικά στο 1,87% έναντι 3% στην Ευρωζώνη. Με βάση ανάλυση της UBS το κόστος των καταθέσεων ως ποσοστό του euribor (beta deposit) κυµαίνεται για τις τέσσερις συστηµικές από 15% έως 27% ανάλογα µε την τράπεζα. Το µεγαλύτερο ποσοστό (27%) καταγράφει η Eurobank και το µικρότερο η Τράπεζα Πειραιώς (15%), ενώ Εθνική και Alpha καταγράφουν ποσοστά 17% και 18% αντίστοιχα.
Η τάση αυτή έχει συγκρατήσει σε υψηλά επίπεδα το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή τη διαφορά µεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και χορηγήσεων που, σύµφωνα µε στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, διαµορφώθηκε το α΄ εξάµηνο του 2024 στο 3,3% έναντι 1,68% στην Ε.Ε.
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή