Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένας σημαντικός «σταθμός» για την ελληνική οικονομία και ένα σπάνιο επίτευγμα, καθώς οι περισσότερες χώρες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη χρεοκοπία δεν πλησιάζουν ποτέ αυτό το καθεστώς, πόσο μάλλον να το πετύχουν 11 χρόνια μετά την «αθέτηση υποχρεώσεων», που ήταν το 2012 στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι επιπτώσεις έχουν ήδη φανεί στα ελληνικά ομόλογα, καθώς πολλούς μήνες πριν η αγορά είχε αποτιμήσει αυτή την εξέλιξη, ενώ εκτιμάται πως θα γίνουν αισθητές στην οικονομία το επόμενο έτος. Ωστόσο αυτό το πολύ σημαντικό βήμα αποτελεί μόλις το πρώτο προς την επιστροφή σε αυτό που λέγεται «κανονικότητα». Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα έχει μπροστά της πολύ δρόμο, ο οποίος είναι γεμάτος προκλήσεις λόγω και του δύσκολου περιβάλλοντος της διεθνούς οικονομίας, ώστε να φτάσει εκεί που ήταν πριν από την κρίση χρέους, η οποία και την οδήγησε, με ταχείς ρυθμούς, βαθιά στην κατηγορία junk.
Οι κινήσεις των οίκων το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει και βάζουν την Ελλάδα στο ραντάρ των ποιοτικών και μακροπρόθεσμων επενδυτών. Για να μπει ωστόσο για τα καλά στον «χάρτη» του γκρουπ αυτών των επενδυτών θα πρέπει η αξιολόγησή της σε μέσο όρο να είναι investment grade και μάλιστα από τους S&P, Fitch και Moody’s. Το μεγάλο «στοίχημα» πάντως θα έχει κερδηθεί απόλυτα όταν και οι τρεις αυτοί «μεγάλοι», οι γνωστοί «Big Three», χαρακτηρίσουν και επισήμως την Ελλάδα «επενδύσιμη».
Αξίζει να σημειωθεί πως οι τρεις αυτοί οίκοι κατέχουν περίπου το 95% της παγκόσμιας αγοράς, με τις Moody’s και S&P να έχουν το 40% η καθεμιά και η Fitch το 15%. Η DBRS, ο πρώτος οίκος που έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, έχει περίπου το 3%. Θυμίζουμε πως η S&P ήταν η πρώτη που τον Απρίλιο του 2010 υποβάθμισε την Ελλάδα σε junk με την κίνησή της να καταβαραθρώνει την επενδυτική εμπιστοσύνη και να οδηγεί τη χώρα τον Μάιο του ίδιου έτους στην πόρτα του ΔΝΤ και στην εποχή των πακέτων διάσωσης.
Μία μέση βαθμολογία «investment grade» για την Ελλάδα σημαίνει μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και των επιχειρήσεων, βελτιώνοντας τις συνθήκες ρευστότητας. Οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα καθώς και τα νοικοκυριά, αν και επηρεάζονται από τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ, θα δουν την επίδραση αυτή να αμβλύνεται εν μέρει, ενώ θα ακολουθήσουν αναβαθμίσεις της αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών και των ελληνικών εισηγμένων.
Ειδικά για τις τράπεζες, το investment grade της Ελλάδας μεταφράζεται σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης, εξοικονόμηση κόστους τόκων για τις μελλοντικές εκδόσεις τίτλων στο πλαίσιο των υποχρεώσεων MREL και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τίτλων τους, τα οποία αποτελούνται κυρίως από ελληνικά ομόλογα, όπως επανέλαβε η NBG Securities την Παρασκευή.
Ηδη η αναβάθμιση της DBRS, η οποία αν δεν θεωρείται σημαντική από τις αγορές ωστόσο θεωρείται σημαντική από την ΕΚΤ, οδήγησε στην επιλεξιμότητα των εξασφαλίσεων (collaterals) των ελληνικών τραπεζών χωρίς να έχουν την ανάγκη εξαίρεσης (waiver), το οποίο βέβαια και είχαν έως το τέλος του 2024, οπότε δεν σήμαινε κάτι στην πράξη. Επίσης, πλέον η αξία των ελληνικών ομολόγων τα οποία «καταθέτουν» ως εγγυήσεις για τις πράξεις αναχρηματοδότησης, δεν θα δέχεται μεγαλύτερο «κούρεμα» από ό,τι ισχύει για τα ομόλογα όλων των υπόλοιπων χωρών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα «haircuts» στα ελληνικά ομόλογα θα μειωθούν κατά 40% σε μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες με την ίδια ποσότητα ομολόγων (ενεχύρων) θα αντλούν περισσότερα κεφάλαια από την ΕΚΤ.
Επιπλέον, η πτώση του κόστους δανεισμού θα διευκολύνει περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν στην αποπληρωμή των φθηνών μακροπρόθεσμων δανείων που παρείχε η ΕΚΤ, τα TLTRO. Παράλληλα, οι αξιολογήσεις και των τραπεζών θα αναβαθμιστούν σημαντικά περαιτέρω, κάτι που φυσικά ισχύει και για τις αξιολογήσεις των ελληνικών εισηγμένων σε βάθος χρόνου.
Επίσης, η επενδυτική βαθμίδα φέρνει περαιτέρω εμπιστοσύνη και θα επιταχύνει τις ξένες επενδύσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων θα παράσχει πρόσθετη ώθηση έως 0,5% στο ΑΕΠ το 2024. Οσον αφορά τις αγορές, θα οδηγήσει σε επέκταση της επενδυτικής βάσης για τα ομόλογα και τις μετοχές, προσελκύοντας παράλληλα νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, οι οποίοι προηγουμένως δεν μπορούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα διευκολύνει και την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών από τις αναδυόμενες που έχει υποβαθμιστεί από το 2013 από την MSCI και από το 2015 από τον FTSE, η οποία εκτιμάται ότι θα συμβεί το 2025 το νωρίτερο.
Η επενδυτική βαθμίδα και η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περαιτέρω πτώση του «κινδύνου χώρας» της Ελλάδας (country risk). Αυτό, μαζί με την αυξημένη όρεξη για νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, νέα IPOs και την πλήρη αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τους όγκους συναλλαγών στα ελληνικά assets.
Ελευθερία Κουρταλή, Καθημερινή