Παρά τις αλλεπάλληλες μεταβολές που έχει προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία η λαίλαπα της πανδημίας και ενώ γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτό ότι η επόμενη ημέρα θα βρει ένα άλλο τοπίο, ορισμένες εξελίξεις εξακολουθούν να εκπλήττουν.

Εν προκειμένω φαίνεται παράδοξο ότι εργοδότες κάθε είδους αναζητούν απεγνωσμένα υπαλλήλους και το πρόβλημα απασχολεί τις επιχειρήσεις από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη έως και την Ελλάδα.

Μία από τις μεγαλύτερες σχετικές έρευνες που έγιναν μέσα στο καλοκαίρι και συγκεκριμένα της SHRM (εταιρεία διαχείρισης ανθρώπινων πόρων) κατέδειξε πως σχεδόν το 90% των αμερικανικών επιχειρήσεων με προσωπικό 1.200 υπαλλήλων αδυνατεί να καλύψει τις κενές θέσεις, ενώ σε ποσοστό 73% δήλωσαν πως διαπιστώνουν μεγάλη μείωση των αιτήσεων για τις κενές θέσεις.

Οι ελλείψεις επαγγελματιών και προσωπικού δεν είναι βέβαια πρωτοφανής εξέλιξη. Πολύ πριν από την πανδημία αποτελούσε γνώριμο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών, τόσο των ΗΠΑ αλλά και πολλών ευρωπαϊκών όπως, για παράδειγμα, η Γερμανία. Αφορούσε, όμως, κατά κύριο λόγο τα υψηλά κλιμάκια της αγοράς εργασίας, τις θέσεις υψηλής εξειδίκευσης που δημιούργησε η τεχνολογική εξέλιξη.

Η ειδοποιός διαφορά σήμερα είναι ότι η έλλειψη προσωπικού αγγίζει σχεδόν όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτό. Οχι μόνο δεν περιορίζεται το πρόβλημα στις θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αλλά είναι οξύτερο στους τομείς της μεταποίησης, των ξενοδοχείων, της εστίασης αλλά και στις υπηρεσίες Υγείας, με τις μεγαλύτερες ελλείψεις σε σκληρά και δύσκολα επαγγέλματα που δεν χαίρουν ούτε μεγάλης κοινωνικής αίγλης ούτε καλών αποδοχών. Το κατέδειξε η κρίση των καυσίμων στη Βρετανία με τις ουρές των Βρετανών στα βενζινάδικα της χώρας, αποτέλεσμα της έλλειψης οδηγών βαρέων φορτηγών για τη μεταφορά των καυσίμων.

Και αν στη Βρετανία η συγκεκριμένη έλλειψη οφείλεται κυρίως στην απόσχισή της από την Ε.Ε., που ανάγκασε 25.000 ξένους οδηγούς να την εγκαταλείψουν, δεν υπάρχει εξίσου απλή εξήγηση για τις υπόλοιπες χώρες και τους άλλους κλάδους. Και το ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα: πού πήγαν όλοι οι εργαζόμενοι; Γιατί δεν επιστρέφουν στις θέσεις που κατείχαν πριν από τα lockdowns; Και προπαντός, αφού η ανεργία παραμένει σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα, γιατί δεν σπεύδουν οι άνεργοι να καλύψουν τις κενές θέσεις; Ολα δείχνουν πως στη διάρκεια των lockdowns και ιδιαιτέρως του πρώτου και συνήθως σκληρού lockdown κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν οι άνθρωποι έμειναν αναγκαστικά στο σπίτι τους είχαν τον χρόνο να σκεφτούν περισσότερο και να εκτιμήσουν πως ίσως η εργασία τους αξίζει περισσότερα από τον μισθό που εισπράττουν και ίσως έχουν ανάγκη κάτι άλλο στη ζωή τους.

Τα κίνητρα των ανθρώπων που αρνούνται να επιστρέψουν στις θέσεις τους ή παύουν να αναζητούν εργασία στον κλάδο στον οποίο κινούντο μέχρι προσφάτως, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το αίτημά τους για καλύτερες αμοιβές. Το συμπέρασμα είναι εύλογο ακριβώς επειδή υπάρχουν τόσες ελλείψεις σε κακοπληρωμένες δουλειές. Η έρευνα της SHRM μεταξύ 1.000 άνεργων Αμερικανών φέρει το 29% των ερωτηθέντων να δικαιολογεί το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη βρει εργασία, επικαλούμενο τις χαμηλές αποδοχές που του προσφέρουν οι επίδοξοι εργοδότες του. Παράλληλα, όμως, το 17% εξηγεί πως προετοιμάζεται για αλλαγή επαγγέλματος με καλύτερες προοπτικές. Αυτό υποδηλώνει βέβαια την αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας και καλύτερων προοπτικών.

Ρουμπίνα Σπαθή Καθημερινή