Σε 10,7 δισ. ευρώ υπολογίζεται ο τζίρος του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα το 2020, έναντι 7,5 περίπου δισ. ευρώ το 2019, με την πανδημία να έχει διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε αυτή την αλματώδη αύξηση. Ο υπολογιζόμενος τζίρος αντιστοιχεί στο 5,39% του ΑΕΠ, ποσοστό επίσης αυξημένο, καθώς το 2019 το αντίστοιχο ήταν 3,91%, ενώ μόλις έξι χρόνια πριν, το 2015, ο τζίρος των πωλήσεων του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα ανερχόταν σε μόλις 3,8 δισ. ευρώ ή 2,14% του ΑΕΠ.
Μεσοσταθμικά, ο μέσος αριθμός ετήσιων αγορών από το Διαδίκτυο εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 57% το 2020, από 37 φορές περίπου ανά έτος σε 59 φορές περίπου ανά έτος – δηλαδή πραγματοποιείται περίπου μία online αγορά κάθε εβδομάδα. H ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού δημοσιοποιήθηκε αργά το βράδυ της Δευτέρας, ενώ η τελική έκθεση θα δημοσιευθεί στα τέλη του έτους.
Τούτο, πάντως, δεν σημαίνει απαραιτήτως υψηλά κέρδη για όλα τα ηλεκτρονικά καταστήματα και ειδικά για τα πιο μικρά, που αναγκάζονται να φιλοξενούνται σε πλατφόρμες (marketplaces) ή να χρειάζονται για την αύξηση της επισκεψιμότητάς τους να «φιλοξενούνται» σε μηχανές αναζήτησης τιμών. Από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού προκύπτει ότι τα ηλεκτρονικά καταστήματα καλούνται να πληρώσουν στις εν λόγω πλατφόρμες ολοένα και υψηλότερες προμήθειες, οι οποίες αυξάνονται ακόμη και κατά 60% μέσα σε μια χρονιά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα αναφέρονται στην έκθεση, ενώ σε μια πλατφόρμα το ύψος της χρέωσης που επιβαρύνει τον λιανοπωλητή ήταν 0,05/κλικ, τον Δεκέμβριο του 2019 κυμαινόταν από 0,15-0,19 ευρώ/κλικ, για να αυξηθεί έναν χρόνο μετά, τον Δεκέμβριο του 2020 σε 0,23-0,34 ευρώ/κλικ, αύξηση δηλαδή που υπερβαίνει το 53%. Μέσα μάλιστα στην ίδια χρονιά, το 2020, οι εν λόγω χρεώσεις είχαν αυξηθεί κατά 44% περίπου, καθώς τον Ιούνιο του 2020 κυμαίνονταν από 0,16-0,23 ευρώ. Οι παραπάνω χρεώσεις αφορούν την κατηγορία των ηλεκτρονικών συσκευών, που αποτελεί την πλέον δημοφιλή στις μηχανές αναζήτησης και τα marketplaces. Από την έρευνα, μάλιστα, της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις χρεώσεις σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων προκύπτουν αυξήσεις μέσα σε μια χρονιά ακόμη και κατά 60%.
Οπως επισημαίνεται στην έκθεση, κάποιοι λιανοπωλητές ισχυρίστηκαν αναφερόμενοι στη Skroutz, ότι «οι μονομερείς αυξήσεις της πλατφόρμας κατά τα τελευταία έτη, η οποία εκμεταλλεύεται την ισχυρή της θέση στην αγορά, έχουν ως αποτέλεσμα είτε να απειλείται η βιωσιμότητα της επιχείρησής τους είτε να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων (λόγω μετακύλισης του κόστους αυτού στον καταναλωτή), ή ακόμα και να στερείται ο επιχειρηματικός χρήστης των αναγκαίων εσόδων για την ανάπτυξή του σε αγορές του εξωτερικού ή για τη διαφήμιση της επιχείρησης και των προϊόντων του».
Από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού προκύπτει ακόμη ότι οι προμηθευτές συχνά προβαίνουν, όχι μόνο σε προτεινόμενες τιμές πώλησης –κάτι που είναι νόμιμο– αλλά και στον καθορισμό τιμών μεταπώλησης, κάτι που συνιστά σοβαρή παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.
Τέλος, πρόβλημα αντιμετωπίζουν τόσο τα ηλεκτρονικά καταστήματα όσο και οι προμηθευτές τους, με τις αξιολογήσεις που υπάρχουν στις μηχανές αναζήτησης. Περίπου 6 στους 10 προμηθευτές τόνισαν την ύπαρξη κακόβουλων και ψευδών κριτικών με σκοπό τη δυσφήμηση του προϊόντος, οι οποίες συνήθως προέρχονται από ανταγωνιστές.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, εντοπίζονται σημαντικές αυξήσεις στις χρεώσεις που επιβάλλουν διάφορες πλατφόρμες.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή