Ανοικτά μέτωπα, παραλείψεις και νομικά κενά στα μέτρα που εσπευσμένα έλαβε η κυβέρνηση με στόχο τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, μετά την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού, έρχονται να ταράξουν τα ήδη αχαρτογράφητα νερά στα οποία καλούνται να κινηθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Μάλιστα, αν και το πρώτο μεγάλο τεστ ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα, με το σταδιακό άνοιγμα της τουριστικής περιόδου και την απελευθέρωση των απευθείας πτήσεων εξωτερικού, επιχειρηματίες μιλώντας στην «Καθημερινή» τονίζουν ότι η βιομηχανία δεν μπορεί και δεν πρέπει να τεθεί εκτός των βασικών προτεραιοτήτων της κυβέρνησης στο σχέδιο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, μετά την πανδημία.
Σε αυτό το πλαίσιο, «παραφωνίες» στην εφαρμογή του φιλόδοξου προγράμματος «Συν-Εργασία» για τη στήριξη της απασχόλησης όπως και στην παράταση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών δημιουργούν έντονη ανησυχία στον επιχειρηματικό κόσμο, που ξεκαθαρίζει ότι το στοίχημα της πολιτείας στην προκειμένη συγκυρία είναι η στήριξη της απασχόλησης και η διατήρηση των θέσεων εργασίας, ώστε να περιορισθεί η ανεργία αλλά και η ύφεση που προβλέπεται.
Για παράδειγμα, κρίσιμο για το μέλλον της απασχόλησης θεωρείται το πρόβλημα που έχει ανακύψει με το πρόγραμμα «Συν-Εργασία» που «τρέχει» από 15 Ιουνίου, καθώς οι επιχειρήσεις ζητούν να αποσαφηνισθεί ότι ο τρόπος εφαρμογής του μηχανισμού, στο πλαίσιο της μείωσης του χρόνου εργασίας, δεν είναι μόνο τα 4ωρα. Αυτό που στην ουσία επισημαίνουν οι επιχειρήσεις είναι ότι το υπουργείο Εργασίας οφείλει να διευκρινίσει άμεσα εάν το 50% του χρόνου εργασίας δεν αφορά κάθε μεμονωμένη εβδομάδα, αλλά τον μέσο εβδομαδιαίο χρόνο στη διάρκεια του μήνα εφαρμογής, ή ακόμη και του 15νθήμερου εφαρμογής 15/6-30/6.
Και υπογραμμίζουν πως για όλες τις επιχειρήσεις, κυρίως όμως στις βιομηχανίες και όσους γενικά δουλεύουν με το σύστημα των βαρδιών, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα ευέλικτης οργάνωσης της μείωσης του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο του «Συν-Εργασία» ανά μήνα αντί της εβδομάδας που αναφέρει ο σχετικός ν. 4690/2020 αλλά και η ΚΥΑ, ώστε ο συνολικός χρόνος εντός εκάστου μηνός να είναι κατ’ ελάχιστον το 50% του συνολικού χρόνου απασχόλησης. Και αυτό, γιατί στις βιομηχανίες που λειτουργούν με βάρδιες, δεν είναι δυνατόν να γίνει μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας, καθώς δεν είναι δυνατόν να διακόπτεται η παραγωγή στο μέσον του οκταώρου προκειμένου να γίνει αλλαγή βάρδιας.
Οι εισφορές
Επίσης, προβλήματα έχουν ανακύψει με ένα ακόμη από τα εργαλεία που έριξε η κυβέρνηση για τη στήριξη και διευκόλυνση των συνεπών επιχειρήσεων, ως προς τη διευθέτηση του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους τους, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα και την πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, αλλά και την αύξηση των επενδύσεων και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Πρόκειται για το παράδοξο που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους, επιλέγοντας τη λύση της αναστολής καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών.
Βάσει του αρχικού κυβερνητικού σχεδιασμού και των αρχικών μέτρων (ΠΝΠ 55/11.3.2020, Αρθρο 3 – Παράταση προθεσμίας καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) επιχειρήσεις που βάσει ΚΑΔ του υπουργείου Οικονομικών θεωρούνται πληττόμενες, είχαν τη δυνατότητα παράτασης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών έως 30 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, όπως καταγγέλλουν στην «Κ» εκπρόσωποι μεγάλων επιχειρήσεων, οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν (ΥΑ 13226/325/ 26.3.2020) περιόρισαν το πεδίο εφαρμογής της ευνοϊκής πρόβλεψης για αναστολή στις πληρωμές εισφορών, μόνο στις επιχειρήσεις που είχαν διακόψει τη λειτουργία τους βάσει κρατικής εντολής καθώς και σε αυτές που έκαναν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για το προσωπικό τους. Αντίστοιχα, και ο ΕΦΚΑ, στις σχετικές εγκυκλίους του (68084 / 31.3.2020, 99892/27.5.2020 –κατ’ εφαρμογήν της ΚΥΑ 13226/26.3.2020 και 99857/27.5.2020– κατ’ εφαρμογήν της Υ.Α. 16484/499/9.5.2020) αναφέρει ότι μόνο οι πληττόμενες επιχειρήσεις που έχουν κάνει χρήση του μέτρου της αναστολής συμβάσεων εργασίας έχουν τη δυνατότητα για αναστολή καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο αντίστοιχα.
Στην πράξη, αυτό ακυρώνει την κυβερνητική πρόθεση για στήριξη των συνεπών και νόμιμα οργανωμένων επιχειρήσεων ως προς τη διευθέτηση του υψηλού μισθολογικού κόστους τους, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και θέτει σε ανασφάλεια χιλιάδες εργαζομένους.
Το 2023 θα επιστρέψει η οικονομία στο 2019
Επενδύσεις της τάξης των 25 δισ. ευρώ, μόνο κατά το 2021, και τουλάχιστον 3 χρόνια θα απαιτηθούν προκειμένου να επανέλθει η ελληνική οικονομία, μετά την πανδημία της COVID-19, στα επίπεδα του 2019, όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, τον όγκο παραγωγής, την απασχόληση, το ποσοστό ανεργίας και το ύψος των μισθών.
Με αφορμή τις δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 750 δισ. ευρώ, ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας Βασίλης Μπέτσης εκτιμούν πως οι προβλεπόμενοι πόροι, από τους οποίους η χώρα μας διεκδικεί το ποσό των 32 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), που θα δοθούν εντός της προσεχούς περιόδου των επτά ετών (2021-2027), θα πρέπει να διατεθούν με στόχο την αναδιάρθρωση του παραγωγικού και τεχνολογικού μοντέλου της Ελλάδας.
Επενδύσεις 25 δισ.
Διερευνώντας μάλιστα την προοπτική μεταβολής του ΑΕΠ έπειτα από εκτιμώμενη ύφεση 10%-12% και στατιστική ανεργία κοντά στο 21,3%-22,1% κατά το τρέχον έτος, εκτιμούν πως για να επανέλθει η ελληνική οικονομία στο επίπεδο των οικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, όγκος παραγωγής, απασχόληση, ανεργία, μισθοί) του 2019 και σε ρυθμούς ανάπτυξης παρόμοιους με αυτούς των δύο τελευταίων ετών (2,5% το 2018 και 1,5% το 2019), απαιτείται χρόνος καθώς και επενδύσεις της τάξης περίπου των 25 δισ. ευρώ.
Στην πράξη, οι δύο επιστήμονες θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει στα επίπεδα του 2019, μόλις κοντά στο τέλος του 2023. Μάλιστα, ως υπόθεση εργασίας χρησιμοποιούν το αισιόδοξο σενάριο βάσει του οποίου κατά το 2021 η επανεκκίνηση, μεταξύ των άλλων παραγόντων, της τουριστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, θα αντιστοιχεί στο 70% της τουριστικής δραστηριότητας του 2019 και οι συνολικές επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από εγχώριους και ευρωπαϊκούς πόρους (Ταμείο Ανάκαμψης) θα ανέλθουν στο επίπεδο του 13% του ΑΕΠ (8,5% δημόσιες και 4,5% ιδιωτικές) το 2020, έναντι 11% του ΑΕΠ το 2019.
Ετσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των κ. Ρομπόλη - Μπέτση, το επίπεδο των προαναφερόμενων οικονομικών μεγεθών του 2019 θα προσεγγισθεί κατά το 2023, και μάλιστα σε συνθήκες κατά βάση υψηλής στατιστικής ανεργίας (17,3%) και διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Ρούλα Σαλούρου Καθημερινή