Οι καταστροφικές πληµµύρες του Σεπτεµβρίου µετά τις πρωτοφανείς βροχοπτώσεις στη Θεσσαλία και οι µήνες σχετικής ξηρασίας που ακολούθησαν αποτελούν τις δύο όψεις της εποχής της κλιµατικής αλλαγής, όσον αφορά τον κύκλο του νερού και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα εξακολουθούµε όχι µόνο να µην παίρνουµε ουσιαστικά και συνολικά µέτρα για το νερό, αλλά στην ουσία να µη γνωρίζουµε καν τι συµβαίνει, αφού δεν υπάρχει συστηµατική µέτρηση της ροής των ποταµών!

Σύμφωνα με την Καθημερινή, πριν από µερικές ηµέρες δηµοσιοποιήθηκε η γνώµη της ολοµέλειας της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) µε θέµα «Βιώσιµη διαχείριση υδατικών πόρων σε συνθήκες κλιµατικής κρίσης». Αν και η επεξεργασία για την κατάληξη της γνώµης της ΟΚΕ είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, η δηµοσιοποίησή της µερικούς µήνες µετά τις πληµµύρες στη Θεσσαλία έρχεται να συµβάλει στη συζήτηση που έχει ανοίξει.

Οπως σηµειώνεται στο κείµενο, «στην Ελλάδα επικρατεί ένα ιδιαίτερο υδρολογικό καθεστώς. Το µεγαλύτερο µέρος των βροχοπτώσεων (περίπου 1.200 mm/ έτος) δέχεται η ∆υτική Ελλάδα, ενώ αντίθετα στην Ανατολική Ελλάδα, συµπεριλαµβανοµένων των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, οι βροχοπτώσεις είναι σηµαντικά µειωµένες (400-700 mm/ έτος)». Στο ανατολικό τµήµα της χώρας όµως αναπτύσσονται κυρίως οι γεωργικές καλλιέργειες, βρίσκονται µεγάλα αστικά κέντρα (µεταξύ αυτών και η υδροκέφαλη πρωτεύουσα) και αναπτυσσόµενες τουριστικές δραστηριότητες, µε συνέπεια αυξηµένες ανάγκες. Το αποτέλεσµα είναι να υπάρχει ανισορροπία στα υδατικά διαµερίσµατα, µε αυτά της ∆υτικής Ελλάδας να είναι πλεονασµατικά σε νερό, ενώ περιοχές όπως η Θεσσαλία (κυρίως) και η ανατολική Στερεά Ελλάδα να αντιµετωπίζουν σηµαντικό έλλειµµα.

Επιδείνωση ενόψει

Την επόµενη περίοδο, ωστόσο, «η κλιµατική αλλαγή αναµένεται να επηρεάσει αρνητικά βασικές υδρολογικές µεταβλητές», µε βασικότερες επιπτώσεις, όπως σηµειώνονται στο κείµενο της ΟΚΕ, την αύξηση της εξατµισοδιαπνοής και τη µείωση της εδαφικής υγρασίας, τη µείωση των βροχοπτώσεων και αντίστοιχα της απορροής, την επιδείνωση της συχνότητας και της δριµύτητας των πληµµυρών, της ξηρασίας και της λειψυδρίας, την υποβάθµιση της ποιότητας των υδάτων και την ενδεχόµενη αύξηση της διακινδύνευσης της εγγυηµένης παραγωγής ενέργειας από τους υδροηλεκτρικούς σταθµούς.

«Η κλιµατική αλλαγή οδηγεί σε παραπέρα άνιση κατανοµή των βροχοπτώσεων, µε ένα συνδυασµό πιο συχνών ραγδαίων βροχών, που προκαλούν καταστροφές και δύσκολα µπορεί να αξιοποιηθούν, και επέκταση των φαινοµένων ξηρασίας. Αυτό που βλέπουµε στη Θεσσαλία είναι χαρακτηριστικό. Σε µια περιοχή που αντιµετωπίζει πρόβληµα εξάντλησης του υδροφόρου ορίζοντα σηµειώθηκαν πληµµυρικά φαινόµενα και λασποπληµµύρες», λέει στην «Κ» η δρ Μαρία Μιµίκου, οµότιµη καθηγήτρια του ΕΜΠ, που συµµετείχε στην επιτροπή εργασίας ως εµπειρογνώµονας.

Ολα αυτά δηµιουργούν νέες προκλήσεις. Τι προτείνει η ΟΚΕ για να επιτευχθεί η βιώσιµη διαχείριση των υδατικών πόρων σε συνθήκες περιβαλλοντικών αλλαγών; Εφαρµογή µιας ολιστικής πολιτικής για τα ύδατα, η οποία εκτός από οικονοµικά και τεχνικά ζητήµατα θα λαµβάνει υπόψη και περιβαλλοντικά, πολιτιστικά και κοινωνικά θέµατα. ∆ηµιουργία ενός κεντρικού φορέα για τη διαχείριση των υδατικών πόρων, ο οποίος θα λειτουργεί αποκεντρωµένα σε επίπεδο υδατικού διαµερίσµατος κάτω από ένα εθνικό σχέδιο βιώσιµης διαχείρισης, όπως συµβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ιδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Υδατικών Πόρων, έτσι ώστε να εκτελούνται αξιόπιστες εθνικές µελέτες. ∆ηµιουργία ενός εθνικού δικτύου µετρήσεων, παρακολούθησης και επεξεργασίας στοιχείων πεδίου (ποσότητα, ποιότητα επιφανειακών και υπέργειων νερών). Τήρηση των νόµων για την υδροµάστευση των υπόγειων υδάτων (γεωτρήσεις κ.λπ.) και για την υπερεκµετάλλευση, ρύπανση και υφαλµύρινση των υπόγειων υδροφορέων. Εξορθολογισµός των χρήσεων νερού, ιδιαίτερα για την αγροτική παραγωγή, µε σηµαντική µείωση της συµµετοχής της στη ζήτηση νερού σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Μείωση της ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, και θέσπιση αυστηρών περιορισµών για την αλόγιστη χρήση φυτοφαρµάκων και άλλων ρυπογόνων ουσιών.

Λάθος τυχόν ιδιωτικοποίηση

Μη ιδιωτικοποίηση της κεντρικής διαχείρισης του νερού, καθώς αποτελεί κοινωνικό αγαθό και η πρόσβαση σε αυτό θεωρείται θεµελιώδες ανθρώπινο δικαίωµα. ∆ηµιουργία ενός ολοκληρωµένου επιχειρησιακού συστήµατος έγκαιρης πρόγνωσης και προειδοποίησης των πληµµυρών σε ιδιαίτερα πληµµυροπαθείς περιοχές. Ακόµη, δηµιουργία ενός αντίστοιχου συστήµατος πρόγνωσης και παρακολούθησης της ξηρασίας, ώστε να καθίσταται δυνατή η λήψη έγκαιρων µέτρων για την αποφυγή της λειψυδρίας. Στην επιτροπή εργασίας της ΟΚΕ συµµετείχαν οι κ. Χρήστος Ιωάννου, Γιώργος Αµβράζης, Ηλίας ∆όλγυρας, Ιωάννης Ριζεάκος, Κωνσταντίνος Μπέσης και Κωνσταντίνος Μπάρδας, µε πρόεδρο τον κ. Μιχάλη Αλέπη.

«Το µεγάλο πρόβληµα που πρέπει να λυθεί είναι το ζήτηµα της παρακολούθησης των ποταµών. Αυτή τη στιγµή δεν γνωρίζουµε τι παροχές έχουν τα ποτάµια της χώρας. Τι σχέδια και τι µελέτες να διαµορφώσουµε; Υπάρχουν µόνο ερευνητικά προγράµµατα ή δειγµατοληπτικές µετρήσεις, χωρίς χρονική συνέχεια και ενιαίο πρωτόκολλο. Είµαστε µεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που είναι πολύ πίσω σε αυτόν τον τοµέα. Γειτονικές βαλκανικές χώρες είναι σε καλύτερο σηµείο», υπογραµµίζει η δρ Μιµίκου. «Μόνο µε αξιόπιστα στοιχεία µπορούµε να πάρουµε σωστές αποφάσεις. Εχει αποδειχθεί, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, πως για κάθε ένα ευρώ που διατίθεται για την παρακολούθηση των νερών επιστρέφουν 50 ως όφελος». Από εκεί και πέρα η δρ Μιµίκου ξεχωρίζει ως επιτακτική ανάγκη τη δηµιουργία µιας ενιαίας κεντρικής δοµής, που θα έχει τον έλεγχο του συνόλου των υδάτων και θα µπορεί να χαράζει ενιαία παρέµβαση. «Σήµερα η Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων, που βρίσκεται στο υπουργείο Περιβάλλοντος, δεν έχει αυτόν τον ρόλο. Για παράδειγµα, δεν έχει αρµοδιότητα για το νερό του αγροτικού τοµέα, που αποτελεί το 86% του συνόλου», σηµειώνει.

Λ.Ε. thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ του Γιάννη Ελαφρού, Καθημερινή)