Αντιμέτωπα με νέο κύμα ακρίβειας, η διάρκεια και η ένταση του οποίου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά. Πέρα από την αύξηση του ενεργειακού κόστους που προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής και των μεταφορικών, ο πόλεμος στην εν λόγω περιοχή έχει άμεσες επιπτώσεις στις τιμές βασικών πρώτων υλών, όπως είναι τα σιτηρά και τα φυτικά έλαια, τιμές οι οποίες βρίσκονταν ήδη στα ύψη το προηγούμενο διάστημα, εξαιτίας πανδημίας, καιρικών συνθηκών και απότομης αύξησης της ζήτησης.
Οι ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων και ειδικά όσες χρησιμοποιούν ως βασική πρώτη ύλη τα σιτηρά και τα άλευρα παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις και για την ώρα τηρούν στάση αναμονής. Η ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στο σιτάρι, αλλά και στο καλαμπόκι και στη σόγια, αναμένεται να επηρεάσει και τον τομέα της κτηνοτροφίας, λόγω ακριβότερων ζωοτροφών.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι η εκτόξευση της τιμής του μαλακού σιταριού –το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλεύρων, την παρασκευή ψωμιού, αρτοσκευασμάτων, ζύμης και μπισκότων– στα 344 ευρώ/τόνο στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων στο Παρίσι (για συμβόλαια παράδοσης Μαρτίου), από τα 274 ευρώ/ τόνο πριν από μόλις τρεις ημέρες. Μια χρηματιστηριακή τιμή στα 340 ευρώ/τόνο σημαίνει ότι η βιομηχανία, μαζί με μεταφορικά και άλλα έξοδα, θα πρέπει να αγοράσει τελικά στα 400 ευρώ/τόνο. «Με τέτοια τιμή απλώς δεν αγοράζεις και βέβαια δεν δημιουργείς αποθέματα. Πρώτα θα κοιτάζουμε να πουλάμε τα προϊόντα που έχουμε και μετά θα αγοράζουμε πρώτες ύλες, εάν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση», ανέφερε χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης ελληνικής αλευροβιομηχανίας.
Το 2020 οι τιμές βρίσκονταν στο επίπεδο των 210 ευρώ/ τόνο, έφτασαν τους τελευταίους μήνες στα 300 ευρώ/τόνο και ενώ τις προηγούμενες εβδομάδες είχε ξεκινήσει η αποκλιμάκωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία τις εκτόξευσε στα ύψη. «Οσο σιτάρι εξάγει η Ρωσία δεν εξάγουν όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μαζί», τόνισε χαρακτηριστικά το ίδιο στέλεχος. Τι πρακτικά σημαίνει αυτό; Ακόμη και εάν μια εταιρεία προμηθεύεται σιτηρά από άλλη χώρα, π.χ. από τη Βουλγαρία, η διαταραχή που θα προκληθεί στην τροφοδοσία της αγοράς θα είναι εξαιρετικά μεγάλη. Η απόκλιση, δε, στις τιμές είναι πολύ μεγάλη: τα απλά μαλακά σιτάρια της Ρωσίας πωλούνται κατά 40 ευρώ φθηνότερα από τα γαλλικά, ενώ τα υψηλής πρωτεϊνικής αξίας, τα οποία κυρίως συγκρίνονται με τα αντίστοιχα γερμανικά, είναι φθηνότερα κατά 50 ευρώ.
Την ίδια ώρα, αν και δεν θεωρείται πιθανό το ενδεχόμενο η Τουρκία να ικανοποιήσει το αίτημα της Ουκρανίας για κλείσιμο των στενών του Βοσπόρου, τούτο προκάλεσε έναν επιπλέον πονοκέφαλο στις αλευροβιομηχανίες της χώρας που αναμένουν φορτία σιτηρών από τη Ρωσία. Στάση αναμονής, με έντονο προβληματισμό για την επόμενη ημέρα, τηρούν μεγάλες βιομηχανίες της χώρας που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ψωμιού, αρτοσκευασμάτων και μπισκότων. «Σήμερα ήδη έχουμε εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και προβλέπω αύξηση της τιμής των σιτηρών, κάποιων φυτικών ελαίων, αλλά και της ενέργειας γενικότερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος παραγωγής. Επίσης θεωρώ ότι θα υπάρξει επίπτωση στο κόστος μεταφορών», επεσήμανε η κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της γνωστής βιομηχανίας μπισκότων «Ε.Ι. Παπαδόπουλος Α.Ε.».
Οι εξαγωγείς
Εντονος προβληματισμός επικρατεί και στον εξαγωγικό κόσμο της χώρας, ειδικά στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις εξαγωγές φρούτων και λαχανικών. Οι εξαγωγές προς την Ουκρανία, ύψους περίπου 42 εκατ. ευρώ, αυτή τη στιγμή «βρίσκονται στον αέρα», ενώ σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές με τελικό προορισμό τη Ρωσία, η τύχη τους θα εξαρτηθεί από το είδος των κυρώσεων που θα αποφασίσει η Ε.Ε. και τα πιθανά αντίποινα από πλευράς Μόσχας και των κρατών-δορυφόρων που χρησιμοποιούνται ως είσοδοι για την αγορά της Ρωσίας.
Το εμπάργκο, για παράδειγμα, που έχει επιβάλει η Λευκορωσία σε κοινοτικά προϊόντα από την 1η Ιανουαρίου 2022 είχε ως συνέπεια οι εξαγωγές φράουλας προς τη Λιθουανία από τις αρχές του έτους έως τις 18 Φεβρουαρίου 2022 να έχουν περιοριστεί στους 36 τόνους, από 1.030 το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Κι αυτό διότι μία από τις εναλλακτικές διαδρομές που χρησιμοποιούνται για να φθάσουν τα ελληνικά προϊόντα στη ρωσική αγορά είναι μέσω Λιθουανίας και στη συνέχεια μέσω Λευκορωσίας.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή