Περίπου 80.000 θέσεις για εξαρτημένη εργασία, για εποχική απασχόληση, αλλά και για εργασία υψηλής ειδίκευσης πολιτών από τρίτες χώρες στην Ελλάδα, προκειμένου να καλυφθούν τα μεγάλα κενά που διαπιστώνονται στην εγχώρια αγορά εργασίας, θα προβλέπει η νέα Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου που αναμένεται να εγκριθεί πιθανότατα εντός του μηνός.
Πρόκειται για τις λεγόμενες μετακλήσεις εργαζομένων, ο αριθμός των οποίων εγκρίνεται από την ελληνική κυβέρνηση. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, το πλήθος των επιτρεπόμενων μετακλήσεων καθορίζεται σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με τα αιτήματα που υποβάλλονται από τους εργοδότες. Οπως βέβαια το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό των εργαζομένων που εισέρχονται στη χώρα μας και τελικά εργάζονται στις θέσεις για τις οποίες μετακλήθηκαν. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία των υπουργείων Εξωτερικών και Μεταναστευτικής Πολιτικής, και εν αναμονή της υπογραφής νέας Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου που θα καθορίζει τις εγκρίσεις για το 2026, το 2025 είχαν εγκριθεί 89.290 θέσεις. Παρά δε τις δηλώσεις των εργοδοτών για εκατοντάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, οι αιτήσεις για μετακλήσεις δεν ξεπέρασαν τις 55.000. Ακόμη κι από αυτές δε, οι αποκεντρωμένες διοικήσεις ενέκριναν τις 44.000. Οι θεωρήσεις εισόδου από το υπουργείο Εξωτερικών δεν ξεπέρασαν τις 23.000 μαζί με τις εγκρίσεις αδειών διαμονής από το υπουργείο Μετανάστευσης. Αν υπολογίσουμε ότι εκκρεμούν αυτήν τη στιγμή άλλες περίπου 11.000 αιτήσεις που έχουν υποβληθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εξεταστεί, διαπιστώνει εύκολα κανείς ότι συνολικά καλύφθηκαν ή θα καλυφθούν μόλις τέσσερις στις δέκα αρχικά εγκεκριμένες θέσεις.
Οι λόγοι που από τις αρχικές εγκρίσεις περισσότερες από τις μισές δεν καταλήγουν ποτέ σε άφιξη ή απασχόληση εργαζομένων είναι πολλοί: οι χρονοβόρες διαδικασίες, ο κατακερματισμός αρμοδιοτήτων σε πολλά υπουργεία, οι καθυστερήσεις σε προξενεία, η ασάφεια στα χρονοδιαγράμματα και η βαριά γραφειοκρατία, και τέλος, η αργοπορημένη έγκριση που έχει ως αποτέλεσμα είτε οι υποψήφιοι να επιλέγουν άλλες χώρες με καλύτερους όρους είτε οι επιχειρήσεις να μην έχουν πλέον τις ίδιες ανάγκες. Υπάρχει σήμερα, για παράδειγμα, κατασκευαστική εταιρεία που συμφώνησε με 40 Ινδούς για να εργαστούν στην Ελλάδα ως χειριστές κλαρκ, και όταν τελικά ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες, το έργο είχε ήδη τελειώσει. Με αποτέλεσμα να καλείται τώρα η εταιρεία να πληρώσει και αποζημιώσεις στους μετανάστες, οι οποίοι απέρριψαν άλλες προτάσεις προκειμένου να έρθουν στη χώρα μας...
Σύμφωνα με μελέτη της Workingreece.io, η ολοκλήρωση μιας μετάκλησης μπορεί να χρειαστεί από έξι έως και οκτώ μήνες, ενώ σε ειδικότητες υψηλής εξειδίκευσης έως και το 35% των υποψηφίων τελικά δεν φτάνει στη χώρα, επιλέγοντας άλλες ευρωπαϊκές αγορές με ταχύτερες διαδικασίες. Η αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο –και συχνά ως προς το αν τελικά θα ολοκληρωθεί η διαδικασία– καθιστά αδύνατο για τις επιχειρήσεις να προγραμματίσουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για την ομαλή λειτουργία τους. Πρόσθετα εμπόδια δημιουργεί η δυσκολία πιστοποίησης επαγγελμάτων όπως οι χειριστές μηχανημάτων, αλλά και η μη ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων θέσεων ανά ειδικότητα, που συχνά δεν αντανακλά την πραγματική ζήτηση της αγοράς. Την εικόνα συμπληρώνει η έλλειψη οργανωμένων πρακτικών για δίκαιους, διαφανείς και νόμιμους όρους προσλήψεων (ethical recruitment), που οδηγεί σε αυξημένη παράνομη αποχώρηση εργαζομένων μετά την άφιξή τους. Σε ορισμένους κλάδους, δύο έως τέσσερις στους δέκα εγκαταλείπουν την επιχείρηση μέσα στους πρώτους μήνες, δημιουργώντας νέο κύκλο ελλείψεων.
Οι μεγαλύτερες ελλείψεις στη χώρα μας καταγράφονται σε θέσεις χαμηλής, μεσαίας και υψηλής εξειδίκευσης: εργάτες γης, προσωπικό καθαριότητας, αποθηκάριοι, οδηγοί, μάγειρες, καμαριέρες, τεχνικοί ψυκτικοί, ηλεκτρολόγοι, χειριστές μηχανημάτων, υδραυλικοί, αλλά και software engineers, data analysts και στελέχη IT, με τη ζήτηση για εργαζομένους από τρίτες χώρες να αφορά πλέον όλους τους παραγωγικούς κλάδους.
kosmoslarissa.gr (από το ρεπορτάζ της Ρούλας Σαλούρου, στην Καθημερινή)









