Κατώτερος των προβλέψεων τόσο της κυβέρνησης όσο και αρκετών διεθνών οργανισµών αποδείχθηκε ο ρυθµός ανάπτυξης το 2023, σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δόθηκαν χθες στη δηµοσιότητα. Και παρότι η απόκλιση δεν είναι µεγάλη, χτυπάει ένα προειδοποιητικό καµπανάκι, καθώς οφείλεται κυρίως, σύµφωνα µε τους αναλυτές, σε χαµηλές επενδυτικές επιδόσεις, δηλαδή στο πιο υγιές κοµµάτι της ανάπτυξης.
Συγκεκριµένα, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε ρυθµό ανάπτυξης 2% για το 2023, έναντι πρόβλεψης της κυβέρνησης για 2,4%, του ΟΟΣΑ επίσης για 2,4%, του ∆ΝΤ για 2,5% και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΙΟΒΕ για 2,2%. Σε τρέχουσες τιµές το ΑΕΠ διαµορφώθηκε σε 220,3 δισ. ευρώ, έναντι 206,6 δισ. το 2022 (αύξηση 6,6%). Ο προϋπολογισµός, πριν από 3 µήνες, εκτιµούσε ότι θα ήταν 222,8 δισ. ευρώ.
Το δ΄ τρίµηνο το ΑΕΠ αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 1,1%, το χαµηλότερο ποσοστό του έτους, το οποίο αποδίδεται έως ένα βαθµό και στις καταστροφές του «Daniel», ενώ σε σύγκριση µε το γ΄ τρίµηνο αυξήθηκε κατά 0,2%.
Ο ρυθµός 2% του 2023 είναι βεβαίως τετραπλάσιος από το 0,5% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, σύµφωνα µε τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat, κάτι που επισήµανε στη δήλωσή του ο υπουργός Εθνικής Οικονοµίας και Οικονοµικών, Κωστής Χατζηδάκης. Αυτό, είπε, «οδηγεί σε πραγµατική σύγκλιση µε τις προηγµένες ευρωπαϊκές χώρες».
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι οι επενδύσεις, ο ακαθάριστος σχηµατισµός παγίου κεφαλαίου, αυξήθηκαν τελικά κατά 4%, ενώ στον προϋπολογισµό του 2023 είχε εκτιµηθεί η αύξησή τους κατά 15,5% και στον προϋπολογισµό του 2024 κατά 7,1%. Η υποχώρηση είχε διαφανεί τόσο από την υστέρηση των δαπανών του Ταµείου Ανάκαµψης (κατά 1,6 δισ. ευρώ, σύµφωνα µε τον προϋπολογισµό 2024) όσο και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις άµεσες ξένες επενδύσεις που ήταν µειωµένες κατά σχεδόν 40% σε σύγκριση µε το ρεκόρ του 2022 (από 7,73 δισ. σε 4,48 δισ. ευρώ).
Η κατανάλωση στήριξε κατά κύριο λόγο την ανάπτυξη, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,8% (1,8% των νοικοκυριών και 1,7% της γενικής κυβέρνησης).
Η ιδιωτική κατανάλωση συνεισέφερε την 1,3 ποσοστιαία µονάδα (π.µ.) από τις 2 π.µ. της ανάπτυξης, εκτιµά στην ανάλυσή του ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονοµολόγος της Eurobank.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν 3,7%, κυρίως λόγω του τουρισµού που αυξήθηκε 15,7% σύµφωνα µε την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ οι εξαγωγές αγαθών µειώθηκαν σύµφωνα µε τον Πανελλήνιο Σύνδεσµο Εξαγωγέων κατά 8,5% λόγω και της σχεδόν στασιµότητας της οικονοµίας της Ευρωζώνης. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,1%.
Ο κ. Αναστασάτος σε σχόλιό του για τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες εκτιµά ότι η επιβράδυνση κατά τη διάρκεια του 2023 είναι αποτέλεσµα του δυσµενούς εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλά οφείλεται και σε εγχώριους λόγους. «Παρά ταύτα, η οικονοµία συνεχίζει να υπεραποδίδει έναντι του µέσου όρου της Ευρωζώνης», παρατηρεί.
«Οι επενδύσεις σε πάγια, που αποτελούν σηµαντικό ζητούµενο για τον µετασχηµατισµό του µοντέλου ανάπτυξης, σηµείωσαν ήπια αύξηση κατά 4% (0,6 π.µ. συνεισφορά στην ανάπτυξη), παρά την έναρξη υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας - ΤΑΑ (κι εν µέρει λόγω της καθυστέρησης στην υλοποίηση κάποιων εξ αυτών), ενώ ο συνολικός σχηµατισµός κεφαλαίου µειώθηκε κατά -0,5% λόγω µείωσης των αποθεµάτων».
Αναλύοντας τη σύνθεση των επενδύσεων, ο κ. Αναστασάτος αναφέρει ότι η αύξηση προήλθε από τις κατοικίες (+20,7%) και δευτερευόντως τις άλλες κατασκευές (+10% ), ενώ τα σηµαντικά για τη µακροχρόνια ανάπτυξη τµήµατα του µηχανολογικού και του µεταφορικού εξοπλισµού, καθώς και του εξοπλισµού τεχνολογίας, πληροφορικής και επικοινωνίας υποχωρούν κατά 3% και 12% αντιστοίχως. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ διαµορφώθηκαν στο 14,3% έναντι 21,3% µέσου όρου στην Ευρωζώνη.
Κατόπιν των επιδόσεων του 2023 αναθεωρούνται ελαφρώς προς τα κάτω οι προβλέψεις για το 2024. Η κυβέρνηση κινείται ούτως ή άλλως στο ανώτατο όριο, µε πρόβλεψη για 2,9%, ενώ οι περισσότεροι διεθνείς οργανισµοί και αναλυτές κινούνται στο 2%-2,5%.
Ο Νίκος Μαγγίνας, επικεφαλής οικονοµολόγος της Εθνικής Τράπεζας, εκτιµά ότι το carry over στο 2024 θα είναι 0,3 π.µ., έναντι προηγούµενης εκτίµησης για 0,5 π.µ., και προβλέπει ρυθµό ανάπτυξης 2,5% για την τρέχουσα χρονιά, µε πολύ µεγαλύτερη συνεισφορά των επενδύσεων, λόγω αναβαλλόµενων δαπανών του ιδιωτικού τοµέα και ενίσχυσης του Ταµείου Ανάκαµψης.
«Η Ελλάδα εξακολουθεί να δείχνει µεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τις άλλες χώρες», σχολιάζει, εξάλλου, ο Παναγιώτης Καπόπουλος, επικεφαλής οικονοµολόγος της Alpha Bank. Ο ίδιος σηµειώνει ότι η συνεισφορά των επενδύσεων ήταν χαµηλότερη από την αναµενόµενη, προσθέτοντας πάντως ότι αυτή η επίδοση ήταν σηµαντικά καλύτερη τουλάχιστον από την προηγούµενη δεκαετία.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή