Προβλήματα στην παραγωγή των ελληνικών επιχειρήσεων προκαλούν οι ελλείψεις και οι ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και υλικά συσκευασίας. Αφού οι ουκρανικές υαλουργίες βγήκαν εκτός αγοράς λόγω του πολέμου, τα γυάλινα βάζα και τα μπουκάλια είναι ακριβότερα κατά 70%, ενώ είδος εν ανεπαρκεία είναι κάποια είδη χαρτοκιβωτίων. Αγροτικά προϊόντα, όπως το ρύζι και τα όσπρια, έχουν αυξηθεί κατά 45%, ενώ η φετινή παραγωγή θα είναι μειωμένη, καθώς οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος των λιπασμάτων και των ζωοτροφών. Ακόμη και premium προϊόντα κινδυνεύουν να απολέσουν μερίδια αγοράς στο εξωτερικό, λόγω των ναύλων που αυξάνονται κάθε εβδομάδα. Η μετακύλιση πλέον του αυξημένου κόστους παραγωγής στις τιμές λιανικής αναμένεται να αποτυπωθεί και στον δείκτη τιμών καταναλωτή για τον μήνα Απρίλιο, ο οποίος ανακοινώνεται από την ΕΛΣΤΑΤ σήμερα το μεσημέρι.
«Από τις αρχές του έτους, ο προμηθευτής γυάλινων μπουκαλιών έχει αυξήσει τις τιμές κατά 70% συνολικά. Το γεγονός ότι ο χυμός που χρησιμοποιούμε για τα αναψυκτικά μας έχει αυξηθεί κατά μονοψήφιο ποσοστό, ακόμη και αν αυτό είναι 9%, πλέον το θεωρούμε σχεδόν αμελητέο μπροστά στις άλλες ανατιμήσεις». Με αυτά τα λόγια ο Μιχάλης Τσαούτος, γενικός διευθυντής της βιομηχανίας αναψυκτικών ΕΨΑ, περιγράφει στην ουσία αυτό που αντιμετωπίζουν σχεδόν όλες οι βιομηχανίες του κλάδου τροφίμων και ποτών από τα μέσα του 2021 και με την κατάσταση πλέον να επιδεινώνεται μετά την έναρξη του πολέμου στη Ρωσία. Η εταιρεία του έχει προβεί σε ανατιμήσεις που μεσοσταθμικά είναι 7% και θα προχωρούσε σύντομα και σε νέες εάν δεν ανακοινωνόταν η επιδότηση στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Η μετακύλιση πλέον του αυξημένου κόστους παραγωγής στις τιμές λιανικής αναμένεται να αποτυπωθεί και στον δείκτη τιμών καταναλωτή για τον μήνα Απρίλιο, ο οποίος ανακοινώνεται από την ΕΛΣΤΑΤ σήμερα το μεσημέρι, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για εκτόξευσή του σε επίπεδα άνω του 10%.
Κατά 45% έχουν αυξηθεί μεσοσταθμικά οι πρώτες ύλες (όσπρια και ρύζι) που χρησιμοποιεί η γνωστή βιομηχανία οσπρίων 3άλφα, όπως επισημαίνει ο γενικός διευθυντής της, Κωνσταντίνος Καραγεωργίου. «Η εταιρεία μας δεν είχε προβεί σε ανατιμήσεις εδώ και πάρα πολλά χρόνια, καθόλου κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης και ούτε μέχρι πρόσφατα. Η άνοδος στις τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες αποτελούν το 70% του συνολικού κόστους, μας οδήγησαν σε ανατιμήσεις της τάξεως του 6%», επισημαίνει ο κ. Καραγεωργίου.
Ο πληθωρισμός και το πλήγμα στο εισόδημα των νοικοκυριών δεν είναι οι μοναδικές συνέπειες της εκρηκτικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Οπως αποκαλύπτει ο ίδιος, οι παραγωγοί φασολιών της Καβάλας δήλωσαν ότι δεν θα φυτέψουν τα χωράφια τους λόγω των πολύ υψηλών τιμών στα λιπάσματα. Η άρνηση - αδυναμία γεωργών και κτηνοτρόφων να συνεχίσουν φέτος την παραγωγή τους, καθώς είναι ασύμφορη η άσκηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, έχει καταγραφεί και σε άλλες περιπτώσεις. Οι φυτεύσεις καρπουζιών και πεπονιών είναι μειωμένες κατά 30%, κάτι που αποδίδεται στο κόστος των λιπασμάτων, ενώ σημαντική είναι η μείωση που καταγράφεται στην παραγωγή της γραβιέρας Νάξου, λόγω της περιορισμένης παραγωγής γάλακτος που σχετίζεται με τον υποσιτισμό των αγελάδων και με το γεγονός ότι οι παραγωγοί, εξαιτίας του αυξημένου κόστους των ζωοτροφών, επέλεξαν να οδηγήσουν πολλά ζώα στη σφαγή παρά να συνεχίζουν να τα εκτρέφουν.
Η αύξηση όλων των παραγόντων κόστους παραγωγής επηρεάζει και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων που αναζητούν διέξοδο στις ξένες αγορές.
«Πληρώνουμε πολύ ακριβότερα τα γυάλινα βάζα και δεν βρίσκουμε τους τύπους χαρτοκιβωτίων που χρησιμοποιούσαμε τα προηγούμενα χρόνια», τονίζει ο Ζαφείρης Τρικαλινός, πρόεδρος της εταιρείας «Τρικαλινός», παγκοσμίως γνωστής για το αυγοτάραχό της. Βασικό πρόβλημα για την εταιρεία είναι η πολύ μεγάλη αύξηση του μεταφορικού κόστους, καθώς το 42% του τζίρου της προέρχεται από εξαγωγές, με τις μεγαλύτερες αγορές να είναι μακριά. Κυριότερη αγορά είναι η Γαλλία και ακολουθούν η Ιαπωνία και η Ταϊβάν. «Πρέπει να στείλω 100 κιλά αυγοτάραχο στη Νέα Υόρκη και μου ζητούν 3.500 ευρώ. Προ πανδημίας πλήρωνα για την ίδια ποσότητα 400 ευρώ», λέει ο κ. Τρικαλινός. Ο λόγος; Ο επίναυλος καυσίμου που έχει θέσει η αεροπορική εταιρεία για πτήσεις cargo, επίναυλος που ήταν 19% προ πανδημίας και τώρα έχει φτάσει στο 44%. Μάλιστα αυξάνεται σε εβδομαδιαία βάση!
Στις παράπλευρες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι η άνοδος των πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, όπως επισημαίνει ο κ. Καραγεωργίου, και πιθανόν και των πωλήσεων των προϊόντων που πωλούνται χύμα. Επιπλέον, οι βιομηχανίες τροφίμων έχουν να αντιμετωπίσουν και το ενδεχόμενο διαταραχών στις σχέσεις τους με τους λιανεμπόρους, καθώς μπορεί να είχαν υπογράψει πέρυσι συμβόλαιο για την παραγωγή, για παράδειγμα, αναψυκτικών ιδιωτικής ετικέτας, όμως φέτος η τιμή της ζάχαρης έχει αυξηθεί κατά 50% και δεν υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα στο προϊόν.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή