Ως τα τέλη Οκτωβρίου αναμένεται να εκδώσει η Εurostat τις τελικές κατευθυντήριες γραμμές για το αν και σε ποιο βαθμό θα εγγραφούν στο δημόσιο χρέος οι εγγυήσεις που έχει δώσει το ελληνικό Δημόσιο για τις τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή».
Αυτή τη στιγμή εξακολουθεί να είναι σε εξέλιξη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των στατιστικών αρχών των κρατών-μελών –κυρίως Ελλάδας και Ιταλίας– και της Eurostat, με την τελευταία, ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες από τραπεζικές πηγές, να εμμένει –στο προσχέδιο της απόφασής της– στην άποψή της υπέρ της εγγραφής των εγγυήσεων αυτών στο δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, κατά τις πληροφορίες από τις ίδιες πηγές, η Εurostat τάσσεται υπέρ της εξέτασης μίας προς μία των τιτλοποιήσεων και εγγραφής στο χρέος εκείνων στις οποίες το ελληνικό Δημόσιο, όπως και των άλλων χωρών, έχει αναλάβει υψηλότερο ρίσκο σε σχέση με τους ιδιώτες.
Συνολικά πρόκειται για ποσό 18 δισ. ευρώ. Εφόσον περνούσε στο σύνολό του στο δημόσιο χρέος, θα το επιβάρυνε κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κι έτσι θα εξουδετέρωνε, έως ένα βαθμό, τη μεγάλη αποκλιμάκωση την οποία έφερε ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της χώρας, αλλά και ο πληθωρισμός που ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ, ως ποσοστό του οποίου υπολογίζεται το ύψος του δημοσίου χρέους. Συγκεκριμένα, θα διέγραφε περίπου το ήμισυ από την αναμενόμενη υποχώρηση φέτος του χρέους κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, το χρέος αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 170% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης του Προγράμματος Σταθερότητας τον Απρίλιο για 180,2% του ΑΕΠ και έναντι 193,3% το 2021. Στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) επισημαίνουν ότι η εγγραφή των εγγυήσεων αυτών στο χρέος δεν επιφέρει επιβάρυνση στο κόστος εξυπηρέτησής του, καθώς δεν υπάρχουν τόκοι και η ενδεχόμενη απώλεια θα προκύψει μόνο εφόσον οι εγγυήσεις καταπέσουν. Μάλιστα επισημαίνουν ότι ο ΟΔΔΗΧ έχει ήδη εγγράψει το 43% των εγγυήσεων αυτών, όπως και όλων των άλλων εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου, συνολικού ύψους 33 δισ. ευρώ, δηλαδή γύρω στα 14 δισ., στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, με την πρόβλεψη ότι καταπίπτουν μεταξύ 2023 και 2025. Σημειώνουν ότι το τελευταίο δημιουργεί δανειακές ανάγκες, ενώ η προσέγγιση της Eurostat είναι λογιστική και δεν παράγει οικονομικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση και οι ελληνικές αρχές είναι βεβαίως αντίθετες στην εγγραφή του ποσού αυτού στο χρέος προκαταβολικά και όχι εφόσον καταπέσει κάποια εγγύηση, όπως θα ήταν το σωστό κατά την άποψή τους. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη διαδικασία ακολουθήθηκε για την περίπτωση της Ιταλίας και όπως εκτιμάται η αντιμετώπιση θα είναι κοινή. Κάτι που ίσως αποτελεί μια κάποια ασπίδα προστασίας για την Ελλάδα.
Το θέμα της ενδεχόμενης επιβάρυνσης του χρέους προβληματίζει, καθώς η χώρα θέλει να επιδείξει τις καλύτερες δυνατές επιδόσεις στον τομέα αυτό προκειμένου να εξασφαλίσει επενδυτική βαθμίδα το 2023. Η Ιταλία, βεβαίως, δεν αντιμετωπίζει ανάλογο θέμα. Σε κάθε περίπτωση η ελληνική πλευρά ευελπιστεί ότι οι αγορές δεν θα αντιδράσουν αρνητικά και δεν θα επηρεαστούν οι αξιολογήσεις των οίκων.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, για τις τιτλοποιήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, κυρίως της Εθνικής και της Attica, ενδέχεται να χρειαστεί επαναδιαπραγμάτευση με την κυβέρνηση προκειμένου να αποφευχθεί η εγγραφή και αυτών στο δημόσιο χρέος, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές. Συγκεκριμένα, οι νέες εντάξεις πρέπει να γίνουν με μεγαλύτερες προβλέψεις και οι ιδιώτες να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή