Δραματική επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ξεκίνημα ενός νέου μαζικού κύματος «λουκέτων» που παραπέμπουν στις χειρότερες μέρες της οικονομικής κρίσης, εκείνες του 2012, δείχνουν τα ευρήματα του Γενικού
Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) του Επιμελητηρίου Λάρισας για το πρώτο φετινό εξάμηνο.
Σε μια περίοδο που οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είχαν αρχίσει αργά αλλά σταθερά να ανακάμπτουν από τη δεκαετή οικονομική κρίση, το ξέσπασμα της πανδημίας έρχεται να δημιουργήσει μια νέα πολυ-επίπεδη κρίση οι επιπτώσεις της οποίας για επαγγελματίες και εργαζόμενους δεν είναι δυνατόν ακόμη να υπολογιστούν...
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Επιμελητηρίου η δυναμική που είχε αναπτυχθεί στην επιχειρηματικότητα πριν από την πανδημία, γεγονός που αποτυπώνεται στην αύξηση δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, στο πρώτο εξάμηνο, σε ποσοστό 38,4% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό, τείνει να αφανιστεί καθώς οι διαγραφές και τα «λουκέτα» στα μητρώα του επιχειρηματικού φορέα αυξήθηκαν 81,6% συγκριτικά με πέρυσι. Την ίδια στιγμή στην αγορά κυριαρχεί το «δόγμα» της άτυπης «παύσης των πληρωμών» που σε συνδυασμό με τα μειωμένα έσοδα δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που παραμένουν στην «εντατική» μέχρι να λήξει η υγειονομική κρίση.
Στελέχη του Επιμελητηρίου έχουν ήδη ξεκινήσει την ανάλυση των δεδομένων για την ποσοτικοποίηση της επίδρασης της πανδημίας στην τοπική οικονομία ειδικά στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν και τον πυρήνα της εγχώριας οικονομίας. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα του νομού καλύπτει σχεδόν το 80% των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που σημαίνει ότι η βιωσιμότητά τους λειτουργεί ως συγκοινωνούν δοχείο στα ποσοστά ανεργίας και στη γενικότερη εικόνα της οικονομίας.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι ΜμΕ, καίτοι έχουν αυξηθεί κατά 108 επιχειρήσεις, βρίσκονται και θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της υγειονομικής κρίσης, που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων. Ενδεικτική της όλης κατάστασης είναι η εικόνα στο τοπικό λιανεμπόριο, όπου το ποσοστό των λουκέτων αγγίζει το 82%! Εν ολίγοις, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΓΕΜΗ, στο πρώτο φετινό εξάμηνο, συστάθηκαν 85 νέες εμπορικές επιχειρήσεις και την ίδια στιγμή 70 έβαλαν λουκέτο. Δηλαδή για κάθε 10 επιχειρήσεις που άνοιγαν, οι 8 ανέστειλαν τη δραστηριότητά τους, επιβεβαιώνοντας την αρνητική εικόνα που αποτυπώνεται τα τελευταία χρόνια στον κλάδο του λιανεμπορίου.
Σε γενικές γραμμές πάντως αν και τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου δείχνουν πως υπάρχει μια «έκρηξη» εγγραφών συνολικά στο εξάμηνο, λόγω του πλήθους ενάρξεων που παρατηρήθηκαν στο α’ τρίμηνο του έτους, δημιουργώντας ένα θετικό ισοζύγιο 191 επιχειρήσεων, αυτό που καταγράφεται εμφατικά είναι πως η πανδημία έφερε στη συνέχεια, όχι μόνο εμπόδια στα σχέδια για άνοιγμα νέων επιχειρήσεων, αλλά και πλήθος αναστολών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Η όλη εικόνα επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ που αποτυπώνει τη δυσμενή κατάσταση που περιήλθαν οι μικρομεσαίοι στο β’ τρίμηνο του έτους. Η σχετική έρευνα μεταξύ άλλων έδειξε πως 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,7%) είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται κατά μέσο όρο 46%, 2 στις 10 επιχειρήσεις (21,1%) δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό να προχωρήσουν σε απολύσεις μέχρι το τέλος του χρόνου, 1 στις 3 (33,9%) εξέφρασαν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους στο επόμενο διάστημα, σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (37,2%) εμφανίστηκαν σίγουροι πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και 1 στους 3 θα αφήσει απλήρωτες τις ασφαλιστικές εισφορές.
«Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για δομικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Οι όποιες προσπάθειες θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικονομίας και των επιχειρήσεων που την συναπαρτίζουν, σχολιάζει ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λάρισας Σωτ. Γιαννακόπουλος, προσθέτοντας πως επειδή κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης που βιώνουμε, απαιτούνται μέτρα στήριξης προσανατολισμένα σε δύο βασικές κατευθύνσεις: Στην ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και στην κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων, η οποία θα πρέπει να ξεπεράσει το στενόχωρο μέτρο των αποσπασματικών επιδομάτων». «Και όσο πιο γρήγορα ληφθούν τα μέτρα τόσο πιο αποτελεσματικά θα γίνουν» προσθέτει συμπληρώνοντας πως ανάγκη στήριξης των παραγωγικών και μεταποιητικών επιχειρήσεων και γενικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι επιβεβλημένη και μονόδρομος απέναντι στην «απειλή» των λουκέτων. Γιατί τυχόν κατάρρευση σημαντικού αριθμού ΜμΕ, οι οποίες αποτελούν τον κορμό της απασχόλησης, θα έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική οικονομία, στις προοπτικές ανάπτυξης, στην εργασία, στις προσδοκίες των ξένων επενδυτών, ακόμη και στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος ενδέχεται να τεθεί υπό νέα πίεση από την εμφάνιση μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Τι φέρνει η καταιγίδα
«Στο ερώτημα τι θα φέρει η «καταιγίδα» η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο από την ανθεκτικότητα που διακρίνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και από την κυβερνητική βούληση για στοχευμένες επιδοτήσεις σχολιάζει από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εaπαγγελματοβιοτεχνών του νομού. «Το μεγάλο στοίχημα που τίθεται για την «επόμενη μέρα» της πανδημίας είναι ποιες «πληγές» θα κλείσουν, τονίζει ο κ. Δημ. Παληογιάννης. Κυρίως στην πραγματική οικονομία, στις ίδιες επιχειρήσεις. H βίαιη εισβολή της πανδημίας έχει προκαλέσει παράλυση στην αγορά και αγωνία στον επιχειρηματικό κόσμο. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, βρισκόμαστε στην πρώτη φάση της κρίσης, όπου οι ΜμΕ βρίσκονται ακόμη σε κρίση ρευστότητας, η οποία όμως θα μετατραπεί σε κρίση εταιρικής φερεγγυότητας (δεύτερη φάση), με μαζικές πτωχεύσεις στους επόμενους μήνες.
Tα κυβερνητικά «αντίδοτα» των μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και λειτουργούν εν μέρει ως «ανάχωμα», αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. H μετάθεση των δανειακών, φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ημίμετρο. Πρόκειται για ένα «πάγωμα», καθώς οι υποχρεώσεις είναι δυσβάστακτες εάν υπολογίσει κανείς τους ελάχιστους έως και μηδενικούς τζίρους όλης αυτής της περιόδου». «Πρέπει να γίνει κατανοητό, προσθέτει ο πρόεδρος της ΟΕΒΕΛ πως η επανεκκίνηση της οικονομίας θα απαιτήσει χρόνο. H επιστροφή στην κανονικότητα είναι ένα απαιτητικό στοίχημα και στη δυσκολότερη θέση θα βρεθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που διόλου εύκολα δεν μπορούν να επανακτήσουν τα «κεκτημένα» τους, αντίθετα με τους μεγάλους ομίλους που διαθέτουν και περισσότερες δραστηριότητες και ρευστότητα.
Γιώργος Νούλης Ελευθερία