Την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην έγκαιρη υλοποίηση των έργων και µεταρρυθµίσεων του Ταµείου Ανάκαµψης εφιστά η Κοµισιόν στα χθεσινά κείµενα του Ευρωπαϊκού Εξαµήνου για τις µακροοικονοµικές ανισορροπίες, καλώντας την να βελτιώσει τη λειτουργία της δηµόσιας διοίκησης προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να αξιοποιηθεί σωστά η µεγάλη αυτή επενδυτική ευκαιρία για τη χώρα. H αύξηση των ληξιπρόθεσµων οφειλών του κράτους στους ιδιώτες, η έλλειψη εργατικού δυναµικού, το υψηλό έλλειµµα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η αργή διαδικασία εκκαθάρισης των µη εξυπηρετούµενων δανείων από τους servicers είναι επιπλέον πηγές προβληµατισµού, που καταγράφει η Κοµισιόν στα ανωτέρω κείµενα, όπως και στην αξιολόγηση της Ελλάδας, στο πλαίσιο της µεταπρογραµµατικής παρακολούθησής της, που δόθηκε επίσης χθες στη δηµοσιότητα. Στα θετικά στοιχεία καταγράφονται οι δηµοσιονοµικές επιδόσεις.
«Η διατήρηση µιας συνετής δηµοσιονοµικής στάσης και η συνέχιση της έγκαιρης εφαρµογής του Ταµείου Ανάκαµψης παραµένουν κρίσιµες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη διασφάλιση της εξισορρόπησης της οικονοµίας, περιλαµβανοµένης της εξωτερικής της θέσης», σηµειώνει η Κοµισιόν, αναφερόµενη στις µακροοικονοµικές ανισορροπίες της χώρας – οι οποίες µειώθηκαν, δεν είναι πλέον υπερβολικές, αλλά παραµένουν ανισορροπίες.
Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η Ελλάδα είναι µεταξύ των πρώτων χωρών ως προς την αξιοποίηση του Ταµείου Ανάκαµψης, αλλά τόνισε, στο κείµενο της έκθεσης για την Ελλάδα, ότι «θα απαιτηθούν περαιτέρω προσπάθειες για την έγκαιρη ολοκλήρωσή του». Κατέγραψε µάλιστα και συγκεκριµένα εµπόδια: τις αργές δικαστικές διαδικασίες, εξαιτίας των οποίων καθυστερούν οι εκδικάσεις των προσφυγών κατά των αναθέσεων έργων και κατά συνέπεια και τα ίδια τα έργα, τις αργές µεταβιβάσεις των δικαιωµάτων ιδιοκτησίας, τον αδύναµο συντονισµό µεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών, όταν εµπλέκονται περισσότερα από ένα υπουργεία. Με άλλα λόγια, η δηµόσια διοίκηση συνολικά πρέπει να αναβαθµιστεί για να µπορέσει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της έγκαιρης ολοκλήρωσης του Ταµείου Ανάκαµψης.
Το Ταµείο Ανάκαµψης αφορά, εξάλλου, η µία από τις τέσσερις συστάσεις στο σχετικό κείµενο των συστάσεων της Κοµισιόν προς την Ελλάδα. Καλεί την Ελλάδα να «ενισχύσει τη διοικητική της ικανότητα για να διαχειριστεί τους πόρους της Ε.Ε., να επιταχύνει τις επενδύσεις και να διατηρήσει τη δυναµική στην εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων».
Οι άλλες τρεις συστάσεις αφορούν τα εξής:
• Την έγκαιρη υποβολή του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού διαρθρωτικού σχεδίου, βάσει των νέων δηµοσιονοµικών κανόνων, το οποίο να προβλέπει: περιορισµένη αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών, ώστε να υποχωρεί το χρέος, ένα πιο φιλικό προς τις επενδύσεις φορολογικό σύστηµα, το οποίο σηµαίνει ενίσχυση της σταθερότητάς του και αυτονοµία των φορολογικών αρχών, ενίσχυση της αποτελεσµατικότητας της δηµόσιας διοίκησης, µείωση των εξωτερικών ανισορροπιών και ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, µείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, περιλαµβανοµένων αυτών που κατέχουν οι servicers και βελτίωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασµών, ώστε να µειωθεί το ποσοστό των µη επιτυχηµένων. • Τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, µέσω της βελτίωσης των δεξιοτήτων, της ενίσχυσης της διαχείρισης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και της βελτίωσης του θεσµικού πλαισίου για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. • Τη µείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιµα, µέσω της απανθρακοποίησης των µεταφορών και την ενίσχυση της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών.
Προκλήσεις: Χαµηλές επενδύσεις και αποταµιεύσεις, υψηλή κατανάλωση.
Η Επιτροπή θέτει, εξάλλου, στην «εις βάθος αξιολόγησή» της για τις µακροοικονοµικές ανισορροπίες κι ένα ευρύτερο θέµα επενδύσεων, πέραν του Ταµείου Ανάκαµψης, καθώς επισηµαίνει ότι το ποσοστό τους παραµένει πολύ χαµηλότερα από το αντίστοιχο της Ε.Ε., ενώ η παραγωγικότητα, παρότι αυξήθηκε από το 2020, παραµένει από τις χαµηλότερες στην Ε.Ε., µε το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, σε µονάδες αγοραστικής δύναµης, να βρίσκεται στο 57,4% του µέσου όρου της Ε.Ε. το 2023. Η δυνητική ανάπτυξη εκτιµάται µόλις στο 0,7% το 2023. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ αναµένεται να αυξηθεί κατά 3 ποσοστιαίες µονάδες το 2025, µε την εφαρµογή του Ταµείου Ανάκαµψης.
Για τις αποταµιεύσεις επισηµαίνει ότι ήταν αρνητικές: των νοικοκυριών στο -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2022, έναντι 3,6% στην Ευρωζώνη και 2,9% στην Ε.Ε. και του συνόλου του ιδιωτικού τοµέα στο -0,5% έναντι 5,8% στην Ευρωζώνη και 3,6% στην Ε.Ε. Σηµειώνει εδώ ότι οι στατιστικές µπορεί να µην είναι ακριβείς λόγω του µεγάλου ποσοστού της σκιώδους οικονοµίας, για την οποία επικαλείται εκτίµηση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι φτάνει το 20,9%.
Αντίθετα, η κατανάλωση είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε. συνεχώς από το 2007, πάνω από 16 µονάδες υψηλότερα από τον µέσο όρο και πάνω από 8 µονάδες από τις συγκρίσιµες Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή