Ραγδαία είναι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, καθώς όλο και περισσότερες εταιρείες εντάσσουν στη γκάμα τους ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο.
Αφετηρία της συγκεκριμένης έντονης δραστηριοποίησης, αποτελεί αναμφισβήτητα η δημόσια υγεία, αφού τα αυτοκίνητα που διαθέτουν ηλεκτρικό σύστημα κίνησης δεν εκπέμπουν σχεδόν καθόλου καυσαέρια, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Ένας σημαντικός επίσης παράγοντας που καθιστά ελκυστικά τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι και η εξοικονόμηση χρημάτων που επιτυγχάνεται στο κόστος χρήσης λόγω της ασύγκριτα χαμηλότερης τιμής του ηλεκτρισμού έναντι των υγρών καυσίμων (για την Ελλάδα το μέσο κόστος ρεύματος για 100 χλμ. είναι περίπου 1,3 ευρώ), των απαλλαγών από διάφορα τέλη και φόρους και του χαμηλού κόστους συντήρησης (τα service είναι κατά μέσο όρο έως και 60% φτηνότερα από αυτά ενός συμβατικού αυτοκινήτου). Χαρακτηριστικά η διαδρομή Λάρισας Βόλου (61 χλμ) με ηλεκτρικό όχημα στοιχίζει περίπου 0,90 λεπτά του ευρώ.
Βέβαια στην χώρα μας, η απουσία επαρκών υποδομών για την επαναφόρτισή τους και η έλλειψη φορολογικών κινήτρων συμβάλουν στον περιορισμό της χρήσης τους.
Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία που παρουσίασε τον περασμένο Μάρτιο ο γενικός διευθυντής Ανάπτυξης του ΔΕΔΔΗΕ Ηρακλής Μενεγάτος, στο 1ο συνέδριο Eco Mobility (για τις «πράσινες» μεταφορές»), σήμερα λειτουργούν περίπου πάνω από 80 σταθμοί φόρτισης ανά την Ελλάδα και η περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου ανεφοδιασμού αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης στις μεταφορές που αποτελεί και Ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας.
Χαρακτηριστικά, το 2017 πουλήθηκαν 163 ηλεκτρικά οχήματα στην Ελλάδα, υπερτριπλάσια σε σχέση με το 2016 (+246 %). Ωστόσο, το δίκτυο δεν αναπτύσσεται με ταχύτητα, αφού δεν υπάρχουν αρκετά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα και οι καταναλωτές διστάζουν να αγοράσουν ηλεκτροκίνητο όχημα επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί σταθμοί ανεφοδιασμού.
Χαμηλό κόστος χρήσης και συντήρησης
Όμως, ακόμη και αν χρειαστεί να φορτίσει κάποιος το όχημά του πληρώνοντας το σχετικό κόστος, η συγκεκριμένη δαπάνη είναι πολύ πιο χαμηλή σε σχέση με το κόστος που απαιτείται για τον ανεφοδιασμό με βενζίνη ή πετρέλαιο.
Μια διαδρομή 100 χλμ. με ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο απαιτεί κατά μέσον όρο ένα ευρώ (ηλεκτρικής) ενέργειας, ενώ τα συμβατικά οχήματα απαιτούν από 10 έως 14 ευρώ με τα σημερινά επίπεδα τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου κ.λπ
Φυσικά, η τήρηση των κανόνων οικονομικής οδήγησης και η αποφυγή της λεγόμενης «επιθετικής» οδήγησης συμβάλουν περαιτέρω στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Εκτός, όμως, από το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος λειτουργίας, τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα απαιτούν μικρότερη δαπάνη όσον αφορά στη συντήρησή τους, ενώ οι μηδενικοί ρύποι και η σχεδόν αθόρυβη λειτουργία τους διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια για περιορισμό της ηχορύπανσης και των εκπομπών ρύπων στα αστικά κέντρα.
Επιπλέον, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και άλλων ρύπων όταν φορτίζονται από ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, όπως είναι η ηλιακή και η αιολική.
Αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου
Το συγκεκριμένο στοιχείο ίσως είναι το έμμεσο μειονέκτημα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Και το βαπτίζουμε «έμμεσο», διότι η τιμή κυμαίνεται σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Ωστόσο, λόγω του χαμηλού κόστους των μετακινήσεών μας, δεν θα αργήσει η πραγματοποίηση της απόσβεσης των χρημάτων που θα διαθέσουμε για την αγορά του.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, αυτή την περίοδο για να αποκτήσει κάποιος ένα μικρό ηλεκτρικό όχημα θα πρέπει να διαθέσει περί τις 15.000 έως 20.000 ευρώ, για ένα μικρομεσαίο από 20.000 έως 40.000 ευρώ και για τα μεγάλα πολυτελή οχήματα πολύ περισσότερα χρήματα.
Το ενθαρρυντικό στοιχείο πάντως είναι ότι οι τιμές των αυτοκινήτων θα μειωθούν τα προσεχή χρόνια, με σχετικό άρθρο των New York Times, να επισημαίνει ότι το 2024 η τιμή ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου θα φτάσει αυτήν ενός συμβατικού.
Το κομμάτι… φόρτιση
Αναφέρθηκε προηγουμένως και αποτελεί αναμφισβήτητα μείζον θέμα, αφού μιλάμε ουσιαστικά για το «οξυγόνο» του οχήματος.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, μια πλήρης φόρτιση απαιτεί 6-7 ώρες στο οικιακό δίκτυο και πολύ λιγότερο σε δημόσιους φορτιστές ή ταχυφορτιστές (προσεχώς θα γίνει ξεχωριστή αναφορά στο ζήτημα).
Σπύρος Κόγκας