Αποθεματοποίηση ντίζελ και υγραερίου, όπου αυτό είναι δυνατό, αναζήτηση συμβολαίων για αγορά φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν swap με αέριο από τη ΔΕΠΑ, αλλά και εξασφάλιση των απαραίτητων μεταφορικών και άλλων μέσων για τα παραπάνω, είναι μερικά από τα σχέδια που υλοποιούν μεγάλες ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες που χρησιμοποιούν ως καύσιμο φυσικό αέριο. Και αυτό με στόχο να μην αναγκαστούν να διακόψουν την παραγωγή εάν η Ρωσία αποφασίσει να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Πολλά από τα μεγάλα ελληνικά χυτήρια που χρησιμοποιούν στην παρούσα φάση φυσικό αέριο, έχουν τη δυνατότητα να κάψουν και ντίζελ ή υγραέριο. Ετσι, όσοι έχουν αποθηκευτικές δεξαμενές τις γεμίζουν ή τις έχουν ήδη γεμίσει και το ίδιο συμβαίνει και με το υγραέριο. Οι τσιμεντοβιομηχανίες, που χρησιμοποιούν κυρίως ρεύμα, βρίσκονται σε μάλλον καλύτερη θέση, ωστόσο πολλές μονάδες εξ αυτών μπορούν να χρησιμοποιούν ως καύσιμο και κοκ ή pellet και αντίστοιχα εξετάζουν τη δυνατότητα να προσφύγουν σε τέτοιες λύσεις εάν χρειαστεί. Δυσκολότερη είναι η περίπτωση για τις βιομηχανίες εκείνες για τις οποίες το φυσικό αέριο αποτελεί πρώτη ύλη. Τέτοιες είναι οι μονάδες παραγωγής λιπασμάτων που χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη για αζωτούχα λιπάσματα και συνήθως αντιπροσωπεύει περίπου το 80% του κόστους παραγωγής.
Σε πολλές περιπτώσεις έχει γίνει ήδη αποθεματοποίηση ντίζελ αλλά σε άλλες αποτελεί ακόμη σενάριο εργασίας. Οπως όμως και στην περίπτωση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο που μπορούν να λειτουργήσουν και με καύσιμο diesel, έτσι και στη βιομηχανία τα logistics του εφοδιασμού δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα. Για παράδειγμα, όσοι επιδιώκουν να προμηθευτούν φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου στη διεθνή σποτ αγορά και να τα μεταφέρουν διά θαλάσσης στην Ελλάδα, με σκοπό να προβούν σε swap (ανταλλαγή) με τη ΔΕΠΑ ώστε με τη σειρά της να τους παραδώσει αέριο στις μονάδες τους, πρέπει να λύσουν το θέμα των slot και της διαθεσιμότητας αποθηκευτικού χώρου στην αίθουσα στις εγκαταστάσεις του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα.
Τα εναλλακτικά αυτά σχέδια είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να μη σταματήσει ολοσχερώς η βιομηχανική παραγωγή, κάτι που θα σήμαινε απώλεια αρκετών ποσοστιαίων μονάδων από το ΑΕΠ. Ωστόσο δεν αποτελούν και πανάκεια, αφού η πλήρης υποκατάσταση του φυσικού αερίου για την κάλυψη όλων των βιομηχανικών αναγκών δεν είναι δυνατή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, σημειώνουν οι ειδικοί. Οσον αφορά το θέμα του αυξημένου κόστους που συνεπάγονται πολλές από αυτές τις κινήσεις, για την ώρα οι ανησυχίες είναι περιορισμένες καθώς διατηρείται η δυνατότητα των παραγωγών να μετακυλίουν τις αυξήσεις στους πελάτες τους. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συντηρηθεί επί μακρόν, καθώς νομοτελειακά κάποια στιγμή το αυξημένο κόστος θα πλήξει την ίδια τη ζήτηση, σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
Τα τρόφιμα
«Plan B» επεξεργάζονται και καταρτίζουν και οι βιομηχανίες τροφίμων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανόν έναν από τους δυσκολότερους χειμώνες των τελευταίων δεκαετιών. Δύσκολος όχι από πλευράς μετεωρολογικών συνθηκών, καθώς αυτές είναι αδύνατον να προβλεφθούν από τα μέσα Αυγούστου –εκτός και αν κάποιος πιστεύει στα μερομήνια– αλλά από πλευράς ενεργειακής επάρκειας.
Και μπορεί τον περυσινό χειμώνα οι βιομηχανίες να είχαν να αντιμετωπίσουν το πολύ αυξημένο κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, φέτος όμως δεν αποκλείεται να βρεθούν αντιμέτωπες με διακοπές στην παροχή του φυσικού αερίου.
Αν και πολλά υψηλόβαθμα στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων εμφανίστηκαν αισιόδοξα, μιλώντας στην «Καθημερινή» της Κυριακής, εκτιμώντας ότι δεν θα υπάρξει τελικά πρόβλημα επάρκειας φυσικού αερίου, δεν έκρυψαν την ανησυχία τους, μη μπορώντας να αποκλείσουν αυτό το ενδεχόμενο. Η διακοπή της λειτουργίας τους, ειδικά για ορισμένους κλάδους, όπως αυτούς της παραγωγής ευαλλοίωτων τροφίμων ή τροφίμων με πολύ μικρή διάρκεια ζωής, όπως είναι για παράδειγμα το φρέσκο γάλα, ακόμη και για 1-2 ώρες δεν θεωρείται καν απευκταίο σενάριο, αλλά μη υπαρκτό, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε καταστροφή της παραγωγής, αλλά και του ίδιου του εξοπλισμού. Μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου, όπως είναι για παράδειγμα η ΔΕΛΤΑ, τα εργοστάσια της οποίας δουλεύουν με φυσικό αέριο έχουν εδώ και χρόνια το λεγόμενο διπλό σύστημα (dual). Διαθέτουν δηλαδή και δεξαμενές με πετρέλαιο, τις οποίες μάλιστα διατηρούν πάντα γεμάτες, οι οποίες μπορούν να αντικαταστήσουν, εάν χρειαστεί, το φυσικό αέριο.
Στην εγκατάσταση δεξαμενών πετρελαίου προκειμένου να είναι έτοιμες για χρήση σε περίπτωση διακοπής της παροχής φυσικού αερίου προχώρησε πρόσφατα η «Μέλισσα Κίκιζας». Η συγκεκριμένη επένδυση, ύψους 100.000 ευρώ, ξεκίνησε τον Μάιο και αφορά το εργοστάσιό της στη Λάρισα (μύλος και μακαρονοποιείο), με το χρονοδιάγραμμα να προβλέπει ότι θα είναι έτοιμη στα τέλη Αυγούστου.
Αυτό, βεβαίως, που ανησυχεί και δικαιολογημένα τις βιομηχανίες δεν είναι το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης, σε περίπτωση που δεν είχαν ήδη δεξαμενές πετρελαίου, αλλά το εάν θα υπάρχει επάρκεια και στο εν λόγω καύσιμο και σε ποια τιμή. Και μόνο η διακοπή στην παροχή φυσικού αερίου αναμένεται να εκτινάξει σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη την τιμή του πετρελαίου, ακριβώς λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Σε αντίστοιχες κινήσεις εγκατάστασης συστημάτων χρήσης πετρελαίου για τη λειτουργία των μονάδων τους προχωρούν και άλλες βιομηχανίες τροφίμων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των αλλαντικών και των τυροκομικών προϊόντων, ενώ εναλλακτικές λύσεις αναζητούν και οι εταιρείες του πτηνοτροφικού κλάδου, οι οποίες, μάλιστα, έχουν μεγάλες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, τόσο για τα εκκολαπτήρια όσο στη συνέχεια και για το στάδιο της μεταποίησης και τυποποίησης των προϊόντων.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή