Στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός (αλλά και όλη τη χρονιά που πέρασε), οι πετρελαϊκοί όμιλοι δέχονταν και δέχονται ασφυκτικές πιέσεις από το διεθνές οικολογικό κίνημα, τους νέους ακτιβιστές όπως η Γκρέτα Τούνμπεργκ, αλλά και από τους οίκους επενδύσεων και τις χρηματιστηριακές εταιρείες που θέλουν να επενδύουν όλο και περισσότερο σε πράσινα έργα. Εν τω μεταξύ, η κατάσταση με την κλιματική αλλαγή αποκτά ολοένα και πιο επείγοντα χαρακτήρα για την ανάληψη δράσης λόγω των καταστρεπτικών πολυήμερων πυρκαγιών της Αυστραλίας, του πάρα πολύ θερμού καλοκαιριού του 2019, της ερημοποίησης και των πλημμυρών και άλλων ακραίων καιρικών φαινομένων σε όλο τον πλανήτη. Ειδικά η Γκρέτα Τούνμπεργκ, μιλώντας στο Νταβός, ζήτησε να διακοπεί συνολικά η ροή επενδύσεων προς την παραγωγή ορυκτών καυσίμων για να αποτραπεί η καταστροφή, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ευρισκόμενος στον αντίποδα, κάνει λόγο για «Κασσάνδρες» και χαιρετίζει τη σημασία που έχει ο κλάδος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου για την οικονομία.
Οπως παρατηρούν, πάντως, αναλυτές και εταιρικά στελέχη, υπάρχει ένα οξύμωρο σχήμα: οι πετρελαϊκές εταιρείες γίνονται αποδέκτριες πιέσεων και αιτημάτων να επενδύσουν πιο πολλά και πιο γρήγορα στην πράσινη τεχνολογία και στην απορρύπανση, που προκαλούν οι δραστηριότητές τους, αλλά τα έσοδα που θα μετασχηματισθούν σε αυτές τις επενδύσεις, προέρχονται από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα για τα οποία ενοχοποιούνται. «Βρισκόμαστε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης», υπογραμμίζει ο Αλ Κουκ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της νορβηγικής ενεργειακής Equinor. «Στις ομιλίες εδώ στο Νταβός ορισμένοι ρίχνουν το βάρος αποκλειστικά στην ανάπτυξη και στην ενέργεια, ενώ άλλοι εμμένουν στο να διακοπεί άμεσα ό,τι σχετίζεται με φυσικό αέριο και πετρέλαιο – πρέπει να βρούμε ισορροπία, όπερ σημαίνει πως δεν θα είσαι ποτέ αρεστός ούτε στη μια πλευρά ούτε στην άλλη». Η ισπανική Repsol βρίσκεται στην πρωτοπορία, ανακοινώνοντας προσφάτως ότι έως το 2050 θα έχει μηδενίσει το ανθρακικό της αποτύπωμα. Το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Νορβηγίας, κατόπιν τούτων, διπλασίασε το μερίδιό του στη Repsol, ενώ από μέρους της η Equinor έθεσε στόχο μείωσης των ρύπων στο μηδέν το 2050 και δήλωσε πως θα επενδύσει 10 δισ. δολάρια στο μεγαλύτερο διεθνώς αιολικό πάρκο στη Βρετανία. Η δε γαλλική Total θα επενδύσει σε μία από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών του κόσμου στο Κατάρ.
Αγωγές
Πέραν τούτου, σε αρκετές περιπτώσεις οι ενεργειακοί κολοσσοί καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία με μοχλό το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και να καταβάλουν τις ανάλογες αποζημιώσεις, αλλά τα αποτελέσματα είναι μεικτά. Πρόσφατα απορρίφθηκε αγωγή της εισαγγελίας της Νέας Υόρκης εις βάρος της Exxon με αφορμή τις δράσεις της, που επιδεινώνουν τα φαινόμενα από την αλλαγή του κλίματος, ενώ καμιά δωδεκαριά πολιτείες, κομητείες και πόλεις στις ΗΠΑ στρέφονται κατά της ιδίας και άλλων ενεργειακών, όπως οι Chevron, BP, Shell κ.ά. με αίτημα να αποζημιωθούν οι φορολογούμενοι για την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες, όπως η κατασκευή τειχών στη θάλασσα για συγκράτηση υδάτων σε περίπτωση τσουνάμι και η ενδεχόμενη μετακίνηση ολόκληρων κοινοτήτων στην ενδοχώρα. Η Ολλανδία πάλι κατήγαγε σημαντική νίκη, όταν το ανώτατο δικαστήριο απεφάνθη ότι η κυβέρνηση υποχρεούται να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, παρακινώντας και άλλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Νέα Ζηλανδία και Νορβηγία) να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Βέβαια, υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής και αυτό είναι η έλλειψη διεθνούς συναίνεσης. Η Ουάσιγκτον αποχώρησε από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ενώ αντιστοίχως οι αμερικανικές ενεργειακές Exxon και Chevron είτε δεν έχουν στόχους είτε έχουν πολύ περιορισμένους ως προς τη μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος.
REUTERS, BLOOMBERG