Η φωτογραφία ξεγελάει. Μοιάζει πλήρης αλλά δεν είναι, µοιάζει αναµνηστική αλλά δεν είναι, τα πρόσωπα είναι χαµογελαστά αλλά δεν είναι από ευχαρίστηση. Θα µπορούσε να είναι επετειακή αλλά δεν είναι. Είναι αυθόρµητη και πεισµωµένη, παγωµένη από το συµβάν της ηµέρας, επιµεληµένα ατηµέλητη. Είναι πυκνοκατοικηµένη από πρόσωπα, αισθήµατα και µηνύµατα. Ζουµάρω στα πρόσωπα, παίρνω αποστάσεις. Πλησιάζω, αποµακρύνοµαι. Την ταξιδεύω σε διαφορετικές εποχές έως τον Σεπτέµβριο του 1919.
Είναι µια φωτογραφία 100 χρόνων. Εφηµερίδα µε έναν αιώνα ζωής η «Καθηµερινή», στροβιλίστηκε, κατέγραψε, ενεπλάκη, στα πάθη, στους θριάµβους και στις συµφορές της χώρας, επηρέασε και επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις, έδωσε βήµα στους αξιότερους των ελληνικών γραµµάτων και της πολιτικής.
Παραµένει σηµείο αναφοράς σε διάρκεια χρόνων γιατί έχει επιχειρήµατα, επιλέγει τη φωνή της κοινής λογικής, της συναίνεσης και της ψυχραιµίας.
Λείπουν πολλοί που συνέβαλαν ώστε να αποκτήσει η «Καθηµερινή» το κύρος της, είτε γιατί δεν βρίσκονται πια στη ζωή είτε γιατί δεν εργάζονται πλέον στην εφηµερίδα, ή γιατί απλώς έτυχε εκείνη την ηµέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία ώστε να µην είναι στο γραφείο.
Το 2019 νιώθουµε πιο µόνοι, όσοι επιδιώκουµε, φωτογραφηµένοι ή αφανείς, να προχωρήσουµε στο επόµενο βήµα, έντυπο ή ηλεκτρονικό. Η εποχή τρέχει ακατάστατα χωρίς ρυθµό, µε αγωνία, άγχος και φόβους επιβίωσης, περίσσεια σύγχυσης και, συχνά, µη ανιχνεύσιµη λογική.
Είµαστε πιο µόνοι αλλά παρόντες σε ένα ιστορικό έντυπο και αυτό από µόνο του γεννά ευθύνη είτε είναι συνειδητή είτε µεταγγίζεται σχεδόν ασυνείδητα. Περισσότερο και από το αίσθηµα του «ανήκειν» στην «Καθηµερινή», για όσους και για όσο το αισθάνονται, υπάρχει η επιθυµία, αν όχι ανάγκη, της δηµοσίευσης. Της τυπωµένης σκέψης, πληροφορίας, ανακάλυψης, του συναισθήµατος θυµού ή συγκίνησης, ανεπεξέργαστου καµιά φορά, του «διαλόγου» µε τον αναγνώστη. Ο διάλογος αυτός γίνεται όλο και πιο δύσκολος, διφορούµενος, γεµίζει από στρεβλώσεις και παρερµηνείες, υποσκάπτεται από τα φορτία της κάθε πλευράς (δηµοσιογράφου και αναγνώστη).
Η δηµοσιογραφία έχει πολλές όψεις. Μία µόνο φαίνεται στη φωτογραφία. Ενωτική, φωτεινή, του εργασιακού πυρετού και της δέσµευσης σε έναν κοινό σκοπό. Υπάρχουν όµως και οι λιγότερο φωτεινές πλευρές της. Καµιά φορά νοµίζω ότι όσοι γράφουµε στις σελίδες της «Κ» γνωριζόµαστε, επί της ουσίας, ελάχιστα µεταξύ µας, ακόµη κι όταν η οικειότητα της συνάφειας στον ίδιο χώρο φέρνει ανθρώπους πιο κοντά, δηµιουργώντας συµπάθειες, φιλίες, κάποτε και έρωτες.
Οι γιορτές και οι επέτειοι οφείλουν να έχουν απ’ όλα, αλλιώς τίποτα δεν θα έχει εγγραφεί στο σώµα της κοινωνίας, αν επιστρώσεις αποθεωτικές και εξιδανικευτικές επιχειρήσουν να καλύψουν τη σύνθετη διαδικασία της ζωής, της συνύπαρξης, της εργασίας. Γιατί δηµοσιογραφία είναι και τα τρία.
Μέρος της, είστε κι εσείς που κρατάτε την εφηµερίδα στα χέρια σας. Κι από εσάς εξαρτάται η µακροηµέρευσή της. Είστε µέρος της ίδιας αλυσίδας συνέχειας.
Οι άγνωστοί µας αναγνώστες που συναντήσαµε για να γυρίσουµε το βίντεο για τα 100 χρόνια της εφηµερίδας («100 χρόνια σε µια µέρα») θα µπορούσαν να είναι κι αυτοί στη φωτογραφία, να βρίσκονται ανάµεσά µας, κοιτώντας τον φακό µε την ίδια σταθερότητα, εµπιστοσύνη, προσδοκία για κάτι καλύτερο. Ανθρωποι διαφορετικών ηλικιών, ενεργοί ή συνταξιούχοι, µε ένα κοινό: είναι αναγνώστες της «Κ», αναγνώστες της εφηµερίδας, έντυπης ή ηλεκτρονικής.
Μας άνοιξαν τα σπίτια τους, µας δέχθηκαν σαν µέλη των οικογενειών τους, µας φιλοξένησαν, µας κανάκεψαν, µας άσκησαν κριτική, µίλησαν για την εφηµερίδα σε τόνο εξοµολογητικό και διεισδυτικό, «έβλεπαν» αυτά που δεν «βλέπαµε», αγαπούσαν και δυσφορούσαν, αλλά κυρίως αγαπούσαν. Γιατί η σχέση ανάγνωσης είναι σχέση ζωντανή. Κάθε αναγνώστης δίνει µια µικρή ώθηση στην επόµενη µέρα. Κάθε έκδοση µάς περιλαµβάνει όλους: εσάς, εµάς, όσους φαινόµαστε και όσους είµαστε αθέατοι. Ολους µαζί, σε µια φωτογραφία που δεν θα µπορέσει ποτέ να είναι πλήρης. Γιατί οτιδήποτε «πλήρες» είναι ένας µικρός θάνατος. Ενώ, εµείς, συνεχίζουµε.
* Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 17/12/2018, µετά την τροµοκρατική επίθεση στο κτίριο όπου στεγάζονται ο ΣΚΑΪ και η «Καθηµερινή», προκαλώντας πολλές υλικές ζηµιές.
Μαρία Κατσουνάκη
φωτό Νίκος Κοκκαλιάς