Η προσπάθεια της Ε.Ε. να αυξήσει τη χρήση πράσινων καυσίμων έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας βιομηχανίας στην Κίνα που περισυλλέγει, ανακυκλώνει και εξάγει απόβλητα όπως είναι, για παράδειγμα, το χρησιμοποιημένο μαγειρικό λάδι. Το αποτέλεσμα είναι, ωστόσο, ότι έχει κατακλυσθεί η Ευρώπη από βιοκαύσιμα που θέτουν σε μειονεκτική θέση τους Ευρωπαίους παραγωγούς, ενώ παράλληλα εμπνέουν ανησυχία για το κατά πόσον είναι όντως βιώσιμα και κατάλληλα ως προς τη σύνθεσή τους.
Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί βιοκαυσίμων ανησυχούν ότι τους θέτουν σε μειονεκτική θέση οι ασιατικές εταιρείες, που αναμειγνύουν καύσιμα με φθηνές πρώτες ύλες για την παραγωγή τροφίμων και τα παρουσιάζουν ως βιοκαύσιμα. Στόχος τους, βέβαια, είναι να επωφεληθούν από τα κίνητρα που προσφέρει η Ε.Ε. για τη στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η ανησυχία εντείνεται καθώς έχουν εκτοξευθεί οι εξαγωγές βιοντίζελ από την Κίνα στην Ε.Ε. Η Κίνα διαθέτει τεράστια βιομηχανία, που παράγει και εξάγει βιοκαύσιμα για την Ε.Ε., τα οποία καταχωρίζονται ως παραγωγή από επεξεργασμένες πρώτες ύλες για την παραγωγή τροφίμων, πιστοποιούνται ως βιώσιμα και καταλήγουν στη Γηραιά Ηπειρο.
Παράλληλα, καταγράφεται υπερβολικά μεγάλος όγκος εισαγωγών αποβλήτων από φοινικέλαιο της Ινδονησίας και της Μαλαισίας, που εμπνέουν προβληματισμό μήπως τα φορτία τους περιέχουν άλλα συστατικά. Η ανησυχία έχει ενταθεί από τα τέλη του περασμένου έτους, οπότε αυξήθηκαν θεαματικά οι εισαγωγές βιοκαυσίμων από την Κίνα. Παράγοντες του κλάδου εκφράζουν φόβους πως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτήν την αύξηση και στις εισαγωγές από την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Από τις δύο αυτές χώρες ξεκινούν πλοία με προορισμό την Κίνα και μεγάλα φορτία αποβλήτων φοινικέλαιου.
Το πρόβλημα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία βιοκαυσίμων είναι ότι όλες αυτές οι εισαγωγές στην Ε.Ε. πιέζουν πτωτικά τις τιμές των βιοκαυσίμων και περιορίζουν τα περιθώρια κέρδους των τοπικών παραγωγών, αναγκάζοντας ορισμένους να διακόψουν την παραγωγή τους. Γενικά το εμπόριο βιοκαυσίμων είναι ελκυστικό στην Ε.Ε. χάρη στα κίνητρα που το συνοδεύουν. Τα καύσιμα που προέρχονται από απόβλητα πωλούνται σε υψηλότερες τιμές από εκείνα που παράγονται με καθαρή σοδειά και θεωρούνται πιο βιώσιμα. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η σύνθεση των βιοκαυσίμων.
Οπως τονίζει ο Χαβιέ Νογιόν, γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Βιοκαυσίμων (ΕΒΒ), «όταν πρόκειται για προϊόν χημικής επεξεργασίας που το έχει μετατρέψει σε βιοκαύσιμο, δεν είναι δυνατόν να ξέρει κανείς τι είδους πρώτες ύλες έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή του». Και όλες αυτές οι πάμφθηνες εισαγωγές βιοκαυσίμων στην Ε.Ε. είναι πιθανόν να προέρχονται από άλλου είδους συστατικά. Το ΕΒΒ αντιπροσωπεύει το 70% της αγοράς και μέλη του είναι μεταξύ άλλων οι Cargill Inc., Bunge Ltd και Neste Oyj, που εκφράζουν έντονη ανησυχία για την εκτόξευση των εισαγωγών βιοκαυσίμων στην Ευρώπη. Η πλημμύρα από εισαγωγές έχει οδηγήσει ορισμένους παραγωγούς της Ευρώπης να διακόψουν την παραγωγή και υπάρχει κίνδυνος κύματος πτωχεύσεων στον κλάδο σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση Προηγμένων Βιοκαυσίμων (EWABA).
Δεδομένων των κινήτρων που έχουν προσφερθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει αυξηθεί η ζήτηση για βιοκαύσιμα για την κίνηση οχημάτων και αεροσκαφών. Δημιουργούνται, έτσι, ευκαιρίες και προκλήσεις σε όλη την σχετική εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ παράλληλα εντείνεται η διαμάχη για το κατά πόσον πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην παραγωγή τροφίμων ή καυσίμων. Και ο λόγος είναι ότι οι πρώτες ύλες, όπως τα φυτικά έλαια, τα ζωικά λίπη και τα απόβλητα, δεν επαρκούν για να αυξηθεί η παραγωγή.
Bloomperg, Kathimerini