Μπορεί η τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας να είναι ψηλά στην ατζέντα στις τελευταίες συνόδους κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών, αλλά το χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα διευρύνεται συνεχώς. Η Ε.Ε. έχει μείνει πίσω ως προς τον αριθμό των τεχνολογικών κολοσσών, των μεγαλύτερων πανεπιστημίων και της παραγωγικής δυνατότητας των βιομηχανιών μικροεπεξεργαστών και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ΗΠΑ και Κίνα.

Η ανησυχία είναι διάχυτη στην Ε.Ε. και δεν αφορά μόνον τα μείζονα θέματα γεωπολιτικής φύσης. Η ένωση των 27 κρατώνμελών έχει προ πολλού χάσει σε ανταγωνιστικότητα και μένει πίσω, όχι μόνον έναντι των ΗΠΑ αλλά και έναντι της δεύτερης και ανερχόμενης υπερδύναμης, της Κίνας. Και έως έναν βαθμό κατόπιν εορτής σπεύδει τώρα να δει πώς μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα. Τον Σεπτέμβριο στην ομιλία της για την κατάσταση της Ενωσης, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αφιέρωσε περίπου το 1/3 της ομιλίας της στην ανάγκη για αναμόρφωση της οικονομίας της Ε.Ε. και τόνισε πως «πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και να προσδιορίσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα παραμείνουμε ανταγωνιστικοί». Είχε προηγηθεί γενική συναίνεση μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών στη σύνοδο κορυφής του Αυγούστου, πως σε απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να θέσει η Ε.Ε. το πώς θα ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της και πώς δεν θα μείνει ουραγός των δύο υπερδυνάμεων. Η προσπάθεια δεν πρόκειται να είναι εύκολη.

Σε όρους δολαρίου η οικονομία της Ε.Ε. δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά μόνον το 65% της αμερικανικής οικονομίας, όταν πριν από μια δεκαετία, το 2013, ανερχόταν στο 91% της οικονομίας της υπερδύναμης. Και σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της υπερδύναμης είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο της Ε.Ε. και συνεχώς διευρύνεται η διαφορά. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε. έχει μείνει πίσω ως προς τον αριθμό των τεχνολογικών κολοσσών, των μεγαλύτερων πανεπιστημίων και της παραγωγικής δυνατότητας των βιομηχανιών μικροεπεξεργαστών και δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή δυνατόν να ανταγωνιστεί κυρίως τις ΗΠΑ και δευτερευόντως την Κίνα, που καλπάζουν σε όλους αυτούς τους τομείς. Κομβικό σημείο για την Ε.Ε. ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν το Ιντερνετ και η εκρηκτική του ανάπτυξη οδήγησε στην ανάδυση δεκάδων ομίλων τεχνολογίας στις ΗΠΑ και σχεδόν κανέναν στην Ευρώπη.

Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε οι επιχειρήσεις της Ε.Ε. δεν κατόρθωσαν ούτε να πλησιάσουν τις δυνατότητες και τα μεγέθη των Apple, Alphabet ή Amazon ούτε και να ανταγωνιστούν τις κινεζικές ανταγωνίστριές τους, όπως η Alibaba. Και τώρα ο μεγάλος φόβος της Ε.Ε. είναι πως οι δύο υπερδυνάμεις θα την αφήσουν πίσω και στην επόμενη τεχνολογική επανάσταση, την τεχνητή νοημοσύνη και την κβαντική υπολογιστική. Τα αίτια αυτής της καθυστέρησης που παρουσιάζει η Ε.Ε. βρίσκονται σε μακροχρόνιες παθογένειες διαρθρωτικής φύσης, που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της ενιαίας αγοράς και οξύνθηκαν από την πρόσφατη αλληλουχία των κρίσεων. Πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση και πληθωρισμός έχουν οξύνει προϋπάρχοντα προβλήματα, όπως το δημογραφικό της Γηραιάς Ηπείρου, που γίνεται όλο και περισσότερο γηραιά, τις αγκυλώσεις των εκπαιδευτικών της συστημάτων που ευθύνονται για τις ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού και τη γραφειοκρατία που αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, οι προσπάθειες της Ε.Ε. να παρέμβει και να αντιμετωπίσει τη διπλή κρίση της πανδημίας και του πολέμου προσέθεσαν νέα προβλήματα, καθώς αλλοίωσαν έναν από τους βασικούς πυλώνες της ενιαίας αγοράς, την «επί ίσοις όροις» θέση των χωρών-μελών της. Αιτία η χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων που ευνόησε όσες χώρες είχαν τη δυνατότητα να χορηγήσουν γενναία κεφάλαια στις επιχειρήσεις τους και να τις στηρίξουν, όπως για παράδειγμα τη Γερμανία και τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, ενώ έθεσε σε περαιτέρω μειονεκτική θέση όσες χώρες έχουν ιδιαιτέρως περιορισμένες δυνατότητες και συγκεκριμένα τις χώρες του Νότου.

Οι δαπάνες για κρατικές ενισχύσεις στο σύνολο της Ε.Ε. έφτασαν το 2021 στα 334,54 δισ. ευρώ από τα 102,8 δισ. ευρώ στα οποία ανέρχονταν το 2015, ενώ από τον Μάρτιο του 2022 μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους η Ε.Ε. ενέκρινε κρατικές ενισχύσεις ύψους 733 δισ. ευρώ. Η μεγάλη αυτή αύξηση των κρατικών ενισχύσεων αντανακλά την προσπάθεια της Γηραιάς Ηπείρου να επισπεύσει μεν τη στροφή στην πράσινη οικονομία και την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, αλλά παράλληλα και να ανταγωνιστεί το επιθετικό πακέτο ενισχύσεων και φοροαπαλλαγών ύψους 369 δισ. δολ. που προσφέρει η Ουάσιγκτον σε όσες πράσινες επενδύσεις γίνουν στην επικράτεια της υπερδύναμης.

Το δυσεπίλυτο δίλημμα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη –για την ακρίβεια ένα από τα πολλά δυσεπίλυτα διλήμματα– είναι πώς θα μπορέσει να διατηρήσει την ενιαία αγορά με όλα όσα συνεπάγεται, –ελεύθερη διακίνηση ατόμων, κεφαλαίου, προϊόντων και υπηρεσιών–, ενώ παράλληλα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί την Αμερική, την Κίνα, την Ινδία, ακόμη και κάποιες άλλες αναπτυσσόμενες χώρες.

Καθημερινή