Στο 3% του ΑΕΠ έφθασαν οι επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό για τη στήριξη της οικονομίας, που είναι και το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Οι επιδοτήσεις κράτησαν πολύ χαμηλά το ποσοστό ανεργίας.
Το μεγαλύτερο «πακέτο» επιδοτήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό στην Ευρώπη διέθεσε η Ελλάδα το 2020 για τη στήριξη της οικονομίας, παρά το γεγονός ότι το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης υπολείπεται κατά πολύ των αντίστοιχων που εφαρμόσθηκαν στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Η ενεργοποίηση προγραμμάτων επιδότησης, ιδιαίτερα για τη στήριξη της εργασίας, συνέβαλε στη διατήρηση πολύ χαμηλού ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι στη χώρα καταγράφηκε ύφεση πολύ μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), το οποίο ιδρύθηκε το 2010 με σκοπό την επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την πρόληψη και τον μετριασμό των συστημικών κινδύνων και στο οποίο επικεφαλής είναι η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, χαρτογραφούνται τα προγράμματα στήριξης που εφάρμοσαν εν μέσω κρίσης τα ευρωπαϊκά κράτη και εξάγεται ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα:
Ενώ η Ελλάδα είναι, κατά τεκμήριο, η δημοσιονομικά ασθενέστερη χώρα της Ευρώπης, έχοντας εφαρμόσει αλλεπάλληλα προγράμμα διάσωσης με διεθνή δανεισμό, παρ' όλα αυτά διέθεσε με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη χώρα (Αυστρία) τις περισσότερες κρατικές επιδοτήσεις, που έφθασαν το 3% του ΑΕΠ.
Επιδοτήσεις που διατέθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ (κίτρινη γραμμή: μέσος όρος Ε.Ε.)
Συνολικά, το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας κινήθηκε στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών, αλλά ήταν πολύ μικρότερο από αυτά που εφάρμοσαν μεγάλες οικονομίες. Μια σημαντική διαφορά ήταν ότι τα μεγαλύτερα προγράμματα στήριξης στην Ευρώπη βασίσθηκαν σε χορήγηση κρατικών εγγυήσεων δανεισμού, ένα μέτρο που η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να χρησιμοποιήσει, καθώς η παροχή εγγυήσεων μπορεί να δημιουργήσει σημαντική και απρόβλεπτη αύξηση του δημόσιου χρέους στο μέλλον και η Ελλάδα εξακολουθεί να κάνει μια οριακή προσπάθεια για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Στο γράφημα της Alpha Bank, που βασίζεται σε στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, φαίνεται ότι τα μέτρα στήριξης στην Ελλάδα έφθασαν το 15,3% του ΑΕΠ και κατατάσσουν τη χώρα σε σχετικά υψηλή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μακριά όμως από την Ιταλία και τη Γερμανία, όπου τα προγράμματα κυμάνθηκαν γύρω στο 40% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει το ΕΣΣΚ, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις, όπως είναι η παροχή επιδοτήσεων που εφαρμόσθηκε κατά κόρον στην Ελλάδα, βοήθησαν να αποφευχθεί η απώλεια βιώσιμων επιχειρήσεων και περιόρισαν την επίπτωση της πανδημίας. Πάντως, τα μέτρα αυτής της κατηγορίας έχουν άμεση δημοσιονομική επίπτωση, ενώ δημιουργούν τον κίνδυνο της διατήρησης στη ζωή επιχειρήσεων που δεν είναι βιώσιμες.
Προστασία της απασχόλησης
Στην τελευταία της ανάλυση, η Alpha Bank εξηγεί πώς η Ελλάδα κατάφερε να κινητοποιήσει σημαντικούς πόρους για τη στήριξη της οικονομίας, παρά τα γνωστά δημοσιονομικά προβλήματα, ενώ τονίζει ότι το αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκήθηκε είναι πως, ενώ η ύφεση στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη από την ευρωζώνη (10% έναντι 6,8%), η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μεταξύ των ηπιότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως σημειώνει η Alpha, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα «να ασκήσει μια ισχυρή, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αμέσως μετά την εκχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικού βαθμού ελαστικότητας στα μέλη της, ως προς την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Ο δημοσιονομικός αυτός χώρος δημιουργήθηκε αφενός, διότι η Ελλάδα ξεκίνησε τη δημοσιονομική χαλάρωση από μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση». Όπως εξηγείται, η Ελλάδα είχε ικανοποιητικό κυκλικά προσαρμοσμένο (ως προς τη φάση του οικονομικού κύκλου) πρωτογενές αποτέλεσμα το 2019 και αυτό έδωσε χώρο το 2020 για επεκτακτική δημοσιονομική πολιτική.
Επιπλέον, η χώρα διέθετε υψηλό ταμειακό απόθεμα, το οποίο, «σε συνδυασμό με τη μεγάλη βελτίωση της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού στην ελληνική οικονομία και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, οδήγησαν σε σημαντική υποχώρηση του κόστους δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης και σε βελτίωση των δυνατοτήτων, για άντληση από τις διεθνείς αγορές των αναγκαίων κεφαλαίων, για τη στήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων και των θέσεων απασχόλησης».
Η πολιτική που ασκήθηκε, όπως τονίζει η Alpha, «διασφαλίζει τις θέσεις εργασίας στους κλάδους που επλήγησαν από την πανδημία. Η μεγαλύτερη έμφαση που δόθηκε στην εν λόγω κατηγορία μέτρων αποτελεί μια πιο στοχευμένη πολιτική στήριξης της απασχόλησης, καθώς τα μέτρα που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, είχαν ως προϋπόθεση τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, ή συνοδεύονταν από ρήτρα απαγόρευσης απολύσεων».
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη, το αποτέλεσμα της πολιτικής ήταν «η Ελλάδα να σημειώσει σχετικά καλύτερη επίδοση σε σύγκριση με άλλες χώρες παγκοσμίως, καταγράφοντας μόνο οριακή μείωση της απασχόλησης και ήπια αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2020».
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Νοέμβριος 2020), το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), σε μηνιαία βάση και διαμορφώθηκε σε 16,2%, ενώ, σε ετήσια βάση, μειώθηκε κατά 0,4 π.μ. Αυτή η σχετικά ικανοποιητική επίδοση οφείλεται στα προγράμματα στήριξης, μέσω των οποίων επιδοτείται η αναστολή συμβάσεων εργασίας, καθώς οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, αν η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες, ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.