Τα επιτόκια επιχειρηματικών δανείων είναι το πρώτο «θύμα» του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων, καταγράφοντας άνοδο έως και 1 μονάδα το τελευταίο δίμηνο, τάση που πιστοποιεί την αύξηση του κόστους δανεισμού για τις επιχειρήσεις στη χώρα μας εν μέσω του γενικότερου κλίματος επιδείνωσης των συνθηκών ρευστότητας. Τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΤΤΕ για την εξέλιξη των επιτοκίων τον Απρίλιο, δείχνουν αύξηση στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων από 0,16 έως 0,81 ανάλογα με το ύψος του δανείου και την κατηγορία της επιχείρησης, ανεβάζοντας το μέσο επιτόκιο στο 3,49% από 2,84% τον Μάρτιο και 2,61% τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για το μέσο κόστος δανεισμού όλων των επιχειρήσεων, το οποίο αυξάνεται στο 4,68% για τα δάνεια μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έως 250.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤΤΕ, τη μεγαλύτερη μηνιαία άνοδο παρουσιάζουν τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, δηλαδή τα δάνεια άνω του 1 εκατ., το επιτόκιο των οποίων αυξήθηκε τον Απρίλιο στο 3,44% από 2,63% τον Μάρτιο και 2,38% τον Φεβρουάριο.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί ανησυχία καθώς καθιστά υψηλό το κόστος δανεισμού για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων και προστίθεται στη γενικότερη αύξηση των πρώτων υλών και των μεταφορικών, υπονομεύοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη. Τα στοιχεία της ΤΤΕ δείχνουν μικρή αποκλιμάκωση στα επιτόκια των δανείων από 250.000 έως 1 εκατ. και συγκεκριμένα από 3,55% σε 3,39%, επίπεδο το οποίο ωστόσο είναι μεσοσταθμικό και δεν αντανακλά το κόστος δανεισμού για μια μικρομεσαία επιχείρηση που συνήθως επιβαρύνεται με αυξημένο περιθώριο (spread).
Στα ίδια επίπεδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤΤΕ, παραμένει το κόστος δανεισμού για την αγορά κατοικίας ή για τη χρηματοδότηση καταναλωτικών αναγκών, διατηρώντας το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων στο 2,40% και των καταναλωτικών δανείων στο 11,05% σταθερό σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Να σημειωθεί ότι τα επιτόκια αυτά αφορούν τα νέα δάνεια και όχι τα επιτόκια στα υπόλοιπα των δανείων, τα οποία ανατιμολογούνται με βάση το euribor.
Την ίδια στιγμή καθηλωμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤΤΕ, είναι τα επιτόκια καταθέσεων με το μέσο επιτόκιο στους προθεσμιακούς λογαριασμούς να διαμορφώνεται στο 0,13%, ενώ σε μηδενικά επίπεδα είναι το επιτόκιο στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Οι τράπεζες έχουν κάνει σαφές ότι η πιθανή άνοδος στα καταθετικά επιτόκια θα αρχίσει να αποτυπώνεται μετά την αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100 μονάδες βάσης, δηλαδή στο 0,5% από το αρνητικό σήμερα -0,5%. Ετσι, σε αντίθεση με τα επιτόκια των δανείων τα οποία ανατιμολογούνται αυτόματα με την άνοδο του euribor, το όφελος στα επιτόκια καταθέσεων θα είναι σταδιακό και θα αρχίσει να αποτυπώνεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τον Σεπτέμβριο και εφόσον η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ ξεπεράσει τη 1 μονάδα.
Υπενθυμίζεται ότι η Alpha ανακοίνωσε ότι θα περάσει το 80% της επιπλέον αύξησης – πάνω από το 0,50%– στις προθεσμιακές καταθέσεις, ενώ πιο συντηρητικές ήταν οι ανακοινώσεις της Τράπεζας Πειραιώς που ανακοίνωσε ότι θα περάσει το 50% της αύξησης. Με δεδομένο ότι τα υπόλοιπα των καταθέσεων που είναι σε προθεσμιακούς λογαριασμούς δεν ξεπερνούν τα 30 δισ. σε σύνολο 178 δισ. που είναι οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η επιβάρυνση που θα υπάρξει για τις τράπεζες από την άνοδο των επιτοκίων στις καταθέσεις προθεσμίας υπολογίζεται μικρή σε σχέση με το όφελος που θα έχουν οι τράπεζες από την ανατιμολόγηση του μεγαλύτερου μέρους του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 1-1,5 μονάδα θα αποφέρει στις τράπεζες πρόσθετα επιτοκιακά κέρδη που υπολογίζονται στο 1 δισ. έως και το 2023.
Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή