Νέο άλμα σημείωσαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους τον Μάρτιο, συνεχίζοντας το ανοδικό σερί των τελευταίων μηνών, το οποίο οδήγησε μάλιστα και στην έναρξη διαδικασίας παράβασης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την αποστολή σχετικής προειδοποιητικής επιστολής και αιτιολογημένης γνώμης, τον περασμένο μήνα.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο, σύμφωνα με το Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, που δημοσίευσε χθες το υπουργείο Οικονομικών, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης έφτασαν στα 2,5 δισ. ευρώ, πάνω από 200 εκατ. ευρώ υψηλότερες από τον Φεβρουάριο και 800 εκατ. υψηλότερες από τον Δεκέμβριο του 2022.
Ο βασικός «ένοχος» γι’ αυτή την εξέλιξη είναι τα νοσοκομεία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους ήταν 1,339 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, έναντι 909 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ είχαν περιοριστεί στα 299 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2018.
Ως ένα βαθμό, ωστόσο, οι ληξιπρόθεσμες αυτές οφειλές των νοσοκομείων προβλέπεται να συμψηφιστούν από το rebate και το clawback, τα οποία αποτελούν υποχρέωση των προμηθευτών των νοσοκομείων. Ετσι, όπως επισημαίνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 20232026, που κατέθεσε η Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα στην Κομισιόν, οι «καθαρές» ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, δηλαδή μετά τον συμψηφισμό με τις υποχρεώσεις των προμηθευτών, νοσοκομείων και άλλων, ήταν 800 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο. Συνεπώς, στο υπουργείο Οικονομικών υπολογίζουν στο 1,5 δισ. ευρώ τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των προμηθευτών του Δημοσίου.
Αύξηση εμφανίζουν και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, που έφτασαν στα 703 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο, από 505 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022. Το μέγεθος δεν έχει καμία σχέση, βέβαια, με το 1,5 δισ. ευρώ του Δεκεμβρίου του 2017, καθώς έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στην εξόφληση συντάξεων. Η αύξηση ερμηνεύεται από την υποχρέωση εξόφλησης εφάπαξ που συνοδεύει τις συντάξεις και έχει δρομολογηθεί ώστε να ικανοποιηθεί σύντομα. Οι εκκρεμείς συντάξεις μειώθηκαν κατά 79% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2021 και είναι σήμερα 98 εκατ. ευρώ, σημειώνει η κυβέρνηση.
Στο Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, εξάλλου, που κατέθεσε ταυτόχρονα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας επισημαίνεται ότι η απόκλιση από τον στόχο για τη μείωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων οφείλεται κατά 90% στα νοσοκομεία και στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, που διαχειρίζονται τα εφάπαξ. Στην κυβέρνηση επενδύουν ελπίδες για την επίλυση του προβλήματος με τα νοσοκομεία στη δημιουργία του ΕΚΑΠΥ, που θα διαχειρίζεται κεντρικά τις προμήθειες των νοσοκομείων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πάντως, αποφάσισε να δράσει και «να αποστείλει στην Ελλάδα αιτιολογημένη γνώμη, επειδή δεν σημειώθηκε βελτίωση στις υπερβολικές καθυστερήσεις πληρωμών από δημόσια και στρατιωτικά νοσοκομεία», όπως η ίδια ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα, κοινοποιώντας τις διαδικασίες παραβάσεων που ξεκίνησε. Επίσης, έστειλε προειδοποιητική επιστολή, η οποία «αφορούσε εθνικό κανόνα που προβλέπει την άμεση πληρωμή μακροχρόνιων οφειλών των δημόσιων νοσοκομείων προς τους ιδιώτες προμηθευτές τους υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω προμηθευτές παραιτούνται από τα δικαιώματά τους σε τόκους, αποζημιώσεις και ένδικα μέσα». Κι αυτό γιατί «η πρακτική αυτή συνιστά παράβαση των ενωσιακών κανόνων για τις καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Στο ίδιο, πάντα, πλαίσιο έστειλε και μια δεύτερη προειδοποιητική επιστολή, που αφορά «καθυστερημένες πληρωμές σε δικηγόρους στο πλαίσιο εθνικού κρατικά χρηματοδοτούμενου προγράμματος νομικής συνδρομής που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών σε πολίτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες».
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και ιδίως ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας είχαν δώσει μεγάλη έμφαση στη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στα μνημονιακά χρόνια και στην περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας, καθώς θεωρούσαν ότι το κράτος στερεί έτσι ρευστότητα από την αγορά και άρα δυσχεραίνει την ανάπτυξη.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή