Από πέρυσι οι εξαγωγές αγαθών κέρδισαν έδαφος έναντι των εξαγωγών υπηρεσιών τη διετία 2021-2022, με την αναλογία τους επί του συνόλου να υπερβαίνει το 50%, για πρώτη φορά από το 1998. Η σταδιακή βελτίωση της εξωστρέφειας συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ώθησε πολλές επιχειρήσεις να αποκτήσουν εξωστρεφή προσανατολισμό.
Μπορεί ο τουρισµός να θεωρείται η... βαριά βιοµηχανία της χώρας, όµως οι εξαγωγές αγαθών είναι κυρίως αυτές που λειτούργησαν ως «σανίδα σωτηρίας» για την εθνική οικονοµία και τις επιχειρήσεις τόσο στη δεκαετία της οικονοµικής κρίσης όσο και στη διάρκεια της πανδηµίας. Μάλιστα, παρά την ισχυρή ανάκαµψη του τουρισµού, ήδη από πέρυσι οι εξαγωγές αγαθών κέρδισαν έδαφος έναντι των εξαγωγών υπηρεσιών τη διετία 20212022, µε την αναλογία τους επί του συνόλου να υπερβαίνει το 50%, για πρώτη φορά από το 1998.
Η σταδιακή βελτίωση της εξωστρέφειας συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε το γεγονός ότι η οικονοµική κρίση στην Ελλάδα και η µεγάλη πτώση της εγχώριας ζήτησης ώθησαν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν εξωστρεφή προσανατολισµό, κατά τη διάρκεια της προηγούµενης δεκαετίας. Τούτο –σε συνδυασµό µε τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που υλοποιήθηκαν– είχε ως αποτέλεσµα την ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας µας, ηπιότερα µέχρι τα µέσα της δεκαετίας και εντονότερα από το 2017 µέχρι το 2020, όταν και διακόπηκε η ανοδική πορεία των εξαγωγών –κυρίως των υπηρεσιών και δη του τουρισµού– εξαιτίας της πανδηµικής κρίσης.
Ειδικότερα, όπως επισηµαίνει η Alpha Bank στην ειδική έκδοση «Εβδοµαδιαίο ∆ελτίο Οικονοµικών Εξελίξεων», οι εξαγωγές αγαθών σε τρέχουσες τιµές –συµπεριλαµβανοµένων των πετρελαιοειδών– αυξήθηκαν κατά σχεδόν 30% το 2021 και 37% το 2022 και διαµορφώθηκαν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ, άνω του 20%. Η ανοδική πορεία των ελληνικών εξαγωγών αγαθών συνεχίστηκε το πρώτο τρίµηνο του 2023, καθώς διαµορφώθηκαν σε 13,7 δισ. ευρώ, αυξηµένες κατά 17,8% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2022.
Η αύξηση της αξίας των εξαγωγών δεν συνδέεται µόνο µε την αύξηση του όγκου των εξαγόµενων προϊόντων, αλλά και µε την αύξηση των εξαγωγών προϊόντων τυποποιηµένων και επεξεργασµένων που έχουν µεγαλύτερη προστιθέµενη αξία, πωλούνται ακριβότερα και παράγουν και υψηλότερα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Ειδικά, την τελευταία διετία η ετήσια συµβολή των κλάδων που παράγουν διεθνώς εµπορεύσιµα αγαθά (σ.σ. θεωρούνται η γεωργία, βιοµηχανία, χονδρικό και λιανικό εµπόριο, τουρισµός και µεταφορές) ήταν καθοριστική. Συγκεκριµένα, το 2021 και το 2022 η Ακαθάριστη Προστιθέµενη Αξία (σε ονοµαστικές τιµές) αυξήθηκε κατά 9,4% και 15,1% αντίστοιχα, µε το 71% (6,6 ποσοστιαίες µονάδες) και 74% (11,3 ποσοστιαίες µονάδες) της ανόδου να αποδίδεται στην αύξηση της ΑΠΑ των διεθνώς εµπορεύσιµων κλάδων. Ως αποτέλεσµα, το µερίδιο των διεθνώς εµπορεύσιµων αγαθών και υπηρεσιών σταδιακά ανήλθε στο 49,3% το 2022, από 40,9% το 2012.
Επιπλέον, αν και σε µεγάλο βαθµό η Ελλάδα εξακολουθεί να εξάγει αγροτικά προϊόντα µη τυποποιηµένα, οι επενδύσεις που έγιναν τα προηγούµενα χρόνια στο σύνολο της µεταποίησης, από τα διυλιστήρια µέχρι τη βιοµηχανία τροφίµων, είχαν ως συνέπεια την αύξηση των εξαγωγών επεξεργασµένων αγαθών έναντι πρωτογενών. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που περιλαµβάνονται στη µελέτη που έχει εκδώσει το ΚΕΠΕ και τιτλοφορείται «Εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας: Επιδόσεις, εξειδίκευση και διαφοροποίηση». Το 2001 το µερίδιο των πρωτογενών αγαθών στην κατηγορία τροφίµων και ποτών ήταν 44,3% και το 2019 είχε πέσει στο 37,9% µε τα επεξεργασµένα να αποτελούν το 62,1%. Σε ό,τι αφορά τα πετρελαιοειδή, τα επεξεργασµένα αγαθά αποτελούν πλέον το 98,5% των εξαγόµενων καυσίµων και λιπαντικών από 91,7% το 2001.
Δήμητρα Μανιφάβα, Καθημερινή