Της Δήμητρας Μανιφάβα, Καθημερινή
Τις επόμενες κινήσεις τους σχεδιάζουν οι αγρότες καθώς τα μέτρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται να τους ικανοποίησαν. Ωστόσο, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα υπερβαίνει τα όποια μέτρα στήριξης ή τις βραχυπρόθεσμες διεκδικήσεις των αγροτών. Τρεις στις τέσσερις αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι κάτω από 50 στρέμματα, ενώ στην Ε.Ε. είναι κατά μ.ό. 170 στρέμματα. Επίσης, μόλις το 0,7% των αγροτών έχει πλήρη αγροτική κατάρτιση, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
Γηρασµένος, µε χαµηλό επίπεδο κατάρτισης και εν πολλοίς εγκλωβισµένος σε πρακτικές αλλά και λογικές προηγούµενων ετών παραµένει ο αγροτικός πληθυσµός της χώρας, χαρακτηριστικά που επηρεάζουν –σε συνδυασµό µε άλλα– την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου τοµέα πρωτογενούς παραγωγής. Την ίδια ώρα το επίπεδο συλλογικής οργάνωσης σε οµάδες παραγωγών και συνεταιρισµούς παραµένει εξαιρετικά χαµηλό, όχι τόσο ποσοτικά όσο κυρίως ποιοτικά, µε τους αγρότες να εξακολουθούν να είναι έρµαιο των άλλων κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας, από τους προµηθευτές εισροών µέχρι τους λιανεµπόρους, καθώς η διαπραγµατευτική ισχύς τους παραµένει πολύ χαµηλή. Αν και στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισµών είναι εγγεγραµµένοι, σύµφωνα µε την τελευταία επικαιροποίηση του 2023, 1.056 συλλογικοί φορείς –ίσως οι περισσότεροι από όλες τις χώρες-µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης–, εκτιµάται ότι παράγουν τη χαµηλότερη αξία ανά συνεταιρισµό. Για να µην πούµε για τα ληξιπρόθεσµα χρέη τους, τα οποία πριν από λίγα χρόνια ανέρχονταν σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία της Eurostat (αφορούν το έτος 2020), µόλις το 0,7% των επικεφαλής αγροτικών εκµεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχε πλήρη αγροτική κατάρτιση – υπό την έννοια ότι µετά την υποχρεωτική εκπαίδευση παρακολούθησαν πρόγραµµα κατάρτισης τουλάχιστον 2 ετών και πραγµατοποίησαν σπουδές στην τριτοβάθµια εκπαίδευση σε αντικείµενο σχετικό µε τον πρωτογενή τοµέα. Πρόκειται για το χαµηλότερο ποσοστό που συναντάται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, µε την Ελλάδα να µοιράζεται µε τη Ρουµανία αυτή την τελευταία, καθόλου τιµητική θέση. Κάποιος εύλογα θα υποστηρίξει ότι οι αγρότες σήµερα είναι αρκετά πιο µορφωµένοι και καταρτισµένοι σε σύγκριση µε την εικόνα που είχαµε στα µέσα της δεκαετίας του ’90 και λίγο µετά, την εποχή των µεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων. Πράγµατι, σε σχέση µε το 2010 το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκµεταλλεύσεων που έχουν πλήρη κατάρτιση έχει σχεδόν διπλασιαστεί (ήταν µόλις 0,32%), όµως και πάλι παραµένει απελπιστικά χαµηλό. Σε επίπεδο Ε.Ε. είναι επίσης πολύ χαµηλό, µόλις 1 στους 10, υπάρχουν όµως και χώρες-µέλη της Ε.Ε. όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλά, όπως η Ολλανδία (62,8%) και η Γαλλία (38,4%). Στις άλλες µεσογειακές χώρες το ποσοστό είναι χαµηλό, αλλά πολλαπλάσιο σε σύγκριση µε αυτό της Ελλάδας (6,78% στην Ιταλία, 4,08% στην Ισπανία). Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκµεταλλεύσεων στην Ελλάδα έχει µόνο πρακτική εµπειρία, χρήσιµη αναµφίβολα, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση της αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτή εξελίσσεται σήµερα.
Το παραπάνω συνδέεται φυσικά και µε το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ιδιοκτήτες - επικεφαλής των αγροτικών εκµεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι µεγάλης ηλικίας. Σχεδόν 4 στους 10 είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόµενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι µόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκµεταλλεύσεων. Αυτό το ανησυχητικό ποσοστό σχετίζεται, βεβαίως, και µε την ανεπάρκεια υποδοµών υγείας, εκπαίδευσης κ.ο.κ. στην ελληνική περιφέρεια, ανεπάρκεια που στην ουσία διώχνει τους νέους από τα χωριά τους. Ακόµη δηλαδή και αν υπάρχει αγροτική εκµετάλλευση, δεν υπάρχει διαδοχή λόγω απροθυµίας των νέων να απασχοληθούν µε τον πρωτογενή τοµέα παραγωγής. ∆εδοµένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση αγροτικών εκµεταλλεύσεων που χαρακτηρίζονται οικογενειακές (98%), τα δύο παραπάνω στοιχεία καθορίζουν στην ουσία όχι µόνο τη µορφή αλλά και την προοπτική βιωσιµότητας και ανάπτυξης του εγχώριου αγροτικού τοµέα. Αν και οι µη οικογενειακές εκµεταλλεύσεις αποτελούν µόλις το 2% του συνόλου των αγροτικών εκµεταλλεύσεων στην Ελλάδα, έχουν υπερδιπλάσιο µέγεθος από τις µη οικογενειακές: το µέσο µέγεθός τους είναι 120 στρέµµατα, ενώ των οικογενειακών εκµεταλλεύσεων 50 στρέµµατα. Επίσης, η µέση αξία των µη οικογενειακών εκµεταλλεύσεων ήταν το 2020 141.157 ευρώ, ενώ των οικογενειακών εκµεταλλεύσεων µόλις 13.548 ευρώ. Αξίζει να σηµειωθεί εδώ ότι σχεδόν τρεις στις τέσσερις αγροτικές εκµεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι πολύ µικρές, κάτω από 50 στρέµµατα, ενώ το µέσο µέγεθος της αγροτικής εκµετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέµµατα.
Το χαµηλό επίπεδο εκσυγχρονισµού και το µικρό µέγεθος των εκµεταλλεύσεων έχουν ως αποτέλεσµα τη χαµηλή παραγωγικότητα του εγχώριου αγροτικού τοµέα, η οποία µάλιστα υποχώρησε το 2023 κατά 5,37 ποσοστιαίες µονάδες, µε την Ελλάδα να κατατάσσεται στη 13η θέση µεταξύ των «27».
Αρκετά από τα παραπάνω ελλείµµατα και ανεπάρκειες θα µπορούσαν να έχουν αντιµετωπισθεί εάν οι Ελληνες αγρότες ήταν οργανωµένοι
Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκµεταλλεύσεων έχει µόνο πρακτική εµπειρία, χρήσιµη, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση αγροτικής δραστηριότητας.
Το χαµηλό επίπεδο εκσυγχρονισµού και το µικρό µέγεθος των εκµεταλλεύσεων έχουν ως αποτέλεσµα τη χαµηλή παραγωγικότητα του εγχώριου αγροτικού τοµέα.
σε συλλογικούς φορείς –συνεταιρισµούς και οµάδες παραγωγών– που θα λειτουργούσαν κυρίως ως επιχειρήσεις και όχι ως µηχανισµοί παραγωγής ψήφων. Ετσι θα µπορούσαν πολύ περισσότερο από σήµερα να προµηθεύονται για τα µέλη τους σε πιο συµφέρουσες τιµές τις απαραίτητες εισροές και στη συνέχεια διαθέτοντας δικά τους συσκευαστήρια και αποθήκες θα µπορούσαν να έχουν προϊόντα µε προστιθέµενη αξία και να πραγµατοποιούν απευθείας τις πωλήσεις στους λιανεµπόρους εντός και εκτός Ελλάδας.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σηµαντικό: η Ελλάδα διαθέτει µεταξύ άλλων έναν σηµαντικό πλούτο, που δεν είναι άλλος από τα περίπου 250 προϊόντα προστατευόµενης γεωργικής ένδειξης και προστατευόµενης ονοµασίας προέλευσης (ΠΓΕ - ΠΟΠ). Αν και πραγµατοποιούνται αρκετά σηµαντικές εξαγωγές –το 42% των πωλήσεων πραγµατοποιείται εκτός Ελλάδας–, η αξία τους αντιπροσωπεύει το 1,5% της ευρωπαϊκής από 1,9% το 2010, κυρίως διότι τα άλλα κράτηµέλη ανέπτυξαν περισσότερο τα δικά τους προϊόντα ΠΓΕ και ΠΟΠ.