Όταν η εγχώρια αγορά χάλυβα βρίσκεται σήμερα 85% χαμηλότερα από τον μέσον όρο της προηγούμενης δεκαετίας και οι εκτιμήσεις για την επόμενη χρονιά παραμένουν συγκρατημένες, τότε είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς μπορούν να εξυπηρετηθούν δάνεια ύψους 320 εκατ. ευρώ.
Αυτό είναι το πρόβλημα των πιστωτών της Χαλυβουργίας Ελλάδος αλλά και της επιχείρησης, συμφερόντων της οικογενείας Μάνεση που διατηρεί την μοναδική της μονάδα στο Βελεστίνο με περίπου 450 εργαζόμενους. Είναι όμως τόσο δύσκολα τα πράγματα; Ενδεχομένως όχι, αν κρίνει κανείς από το γεγονός πως η Χαλυβουργία Ελλάδος, ενισχύοντας τις εξαγωγές της, κατάφερε να αυξήσει τον τζίρο της το 2016 στα 140 εκατ. ευρώ από 118 εκατ. το 2015 και περιμένει πως θα κλείσει τη φετινή χρήση με περαιτέρω άνοδο. Επιπλέον, η λειτουργική κερδοφορία της αναμένεται να διαμορφωθεί στα περυσινά επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 10 εκατ. και 11 εκατ. ευρώ.
Αρκούν όμως αυτά και τι χρειάζεται για να βελτιωθεί περαιτέρω η οικονομική επίδοση; Πολλά. Θα χρειαστεί διατήρηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα ή και διαμόρφωσή του ακόμα χαμηλότερα, αναφέρουν τραπεζικές πηγές. Και ασφαλώς απαιτείται να ανακάμψει και η εγχώρια ζήτηση, με την εκκίνηση μεγάλων έργων που απαιτούν χάλυβα, όπως οδικοί άξονες, υποδομές, το Ελληνικό και η οικοδομική δραστηριότητα εν γένει. Διότι, από την πλευρά των εξαγωγών, που έχουν ήδη υπερβεί το 50% της δραστηριότητας της Χαλυβουργίας Ελλάδος, τα περιθώρια είναι δεδομένα: ανταγωνιστές όπως η Ιταλία δουλεύουν όλο το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα με ενεργειακό κόστος χαμηλότερο από το ελληνικό νυχτερινό τιμολόγιο.
Σε αυτό το περιβάλλον, η διοίκηση της Χαλυβουργίας Ελλάδος, που έχει ήδη σταματήσει την παραγωγή στο ένα από τα δύο εργοστάσιά της από το 2012, βρίσκεται σε συζητήσεις με τις πιστώτριες τράπεζες, με leader την Alpha Bank, προκειμένου να ρυθμίσει τον δανεισμό της, που σήμερα εν μέρει εξυπηρετεί σε επίπεδο τόκων.
Κύκλοι με γνώση των σχετικών επαφών μεταδίδουν συγκρατημένη αισιοδοξία, ενώ ορισμένες εκτιμήσεις από την πλευρά της επιχείρησης μιλούν για δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας ενδεχομένως στις αρχές του επόμενου έτους. Ομως από την πλευρά των τραπεζών διατυπώνεται προβληματισμός. Ισως τώρα να αρθεί μέσα από τα βελτιωμένα στοιχεία που παρουσιάζει η εταιρεία μαζί με το επικαιροποιημένο επιχειρησιακό της σχέδιο.
«Οι τράπεζες έχουν σημαντικές εξασφαλίσεις, αλλά, με δεδομένη την εικόνα της αγοράς και την περιορισμένη δυνατότητα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών, θα δυσκολεύονταν να βρουν επενδυτή στην περίπτωση που αποφάσιζαν να τραβήξουν την πρίζα», σημειώνει τραπεζικό στέλεχος με γνώση του φακέλου της Χαλυβουργίας.
Προ διετίας, μελέτη επανεκτίμησης της εύλογης αξίας των ακινήτων και του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού των εργοστασίων από ανεξάρτητο εξωτερικό εκτιμητή προσδιόρισε την εύλογη αξία τους στα 406,4 εκατ. ευρώ. Επί των παγίων της Χαλυβουργίας Ελλάδος, που απασχολεί σήμερα 450 εργαζομένους, υπάρχει προσημείωση υποθήκης συνολικού ποσού 320 εκατ. ευρώ, προς εξασφάλιση των ομολογιούχων τραπεζών του ομολογιακού δανείου ύψους 316,7 εκατ. ευρώ που εκδόθηκε από την εταιρεία στα τέλη του 2013. Στόχος της Χαλυβουργίας Ελλάδος είναι να ολοκληρωθεί η πλήρης αναδιάρθρωση του συνόλου των δανείων της με τη μετατροπή τους σε νέο ομολογιακό δάνειο μακροπρόθεσμης διάρκειας.
Η διοίκηση της εταιρείας εμφανίζεται βέβαιη πως υπό προϋποθέσεις αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί και «δείχνει» και το διεθνές ενδιαφέρον για την τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει στον φούρνο του Βόλου, στο εργοστάσιο που συνεχίζει να λειτουργεί.
Πριν εκπνεύσει το 2017 τη μονάδα θα επισκεφθούν στελέχη ιαπωνικών χαλυβουργιών, μελών του Japanese Iron & Steel Institute μαζί με ανθρώπους της SMS Group, του Γερμανού κατασκευαστή του φούρνου που μετατρέπει το σκραπ μέταλλο, την πρώτη ύλη δηλαδή, σε χάλυβα. «Θέλουν να δουν τα κοστολογικά πλεονεκτήματα που έχουμε πετύχει με τις μετατροπές που έχουμε κάνει στον ηλεκτρικό φούρνο που μας προμήθευσε η SMS πριν από 15 χρόνια και τώρα είμαστε σε συμφωνία ανταλλαγής τεχνογνωσίας», λένε στην «Κ» κύκλοι του ομίλου της Χαλυβουργίας Ελλάδος. «Είμαστε υπερήφανοι που μπορούμε στην Ελλάδα του 2017 να πουλάμε τεχνογνωσία σε χαλυβουργικά σε Γερμανούς και Ιάπωνες. Αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και επιμονής όλων των συνεργατών μας», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. Είναι από αυτόν τον φούρνο που βγαίνει ο χάλυβας που διατίθεται στη χώρα και κυρίως στις αγορές της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, όπου ο όμιλος έχει στραφεί προσπαθώντας να αντισταθμίσει κατά το δυνατόν την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης. Η γεωγραφική εγγύτητα του αφήνει κάποια περιθώρια να παραμείνουν ανταγωνιστικές οι εξαγωγές, αλλά μόνον δραστική ανάκαμψη της εγχώριας κατασκευαστικής δραστηριότητας μπορεί να οδηγήσει σε εύρωστα επίπεδα κερδοφορίας μεσοπρόθεσμα. Και αυτό είναι το στοίχημα τόσο για τη χαλυβουργία όσο και για τις τράπεζες και εντέλει για ολόκληρη την ελληνική οικονομία.
Μοναδικό σωσίβιο η έναρξη μεγάλων έργων
Ηταν 2007 όταν η ζήτηση από την Ελλάδα για μπετοσίδερο, το σημαντικότερο προϊόν χάλυβα και δείκτη δραστηριότητας της ευρύτερης αγοράς χάλυβα, άγγιζε τα 2,3 εκατ. τόνους. Ηταν το υψηλότερο σημείο του κύκλου. Το 2017 αναμένεται να κλείσει με την ελληνική αγορά να απορροφά μόλις 350.000 τόνους μπετοσιδήρου, υποχωρώντας κατά 10% από τους όγκους του 2016 και σημειώνοντας νέο ιστορικό χαμηλό.
Δυστυχώς, οι εκτιμήσεις των παραγόντων της αγοράς για το 2018 είναι επίσης επιφυλακτικές. «Εάν δεν ξεκινήσουν μεγάλα έργα όπως το Ελληνικό, το νέο αεροδρόμιο στο Ηράκλειο της Κρήτης, η γραμμή 4 του μετρό ή επεκτάσεις οδικών αξόνων πιθανότατα θα δούμε νέα χαμηλά», αναφέρουν στελέχη της βιομηχανίας.
Μοναδική διέξοδος για την ελληνική παραγωγή χάλυβα αποτελούν οι εξαγωγές. Και σε αυτές έχουν στραφεί οι δύο εναπομείνασες ελληνικές χαλυβουργίες, των ομίλων Στασινόπουλου και Μάνεση. Ομως, για να μπορέσει οποιοσδήποτε να εξάγει σε τρίτες χώρες, για τις αγορές των οποίων συναγωνίζονται και άλλοι παραγωγοί από την Ευρώπη και όχι μόνον, πρέπει να είναι ανταγωνιστικός. Και στον χάλυβα το κόστος παραγωγής διαμορφώνεται από την τιμή της ενέργειας –που χρησιμοποιείται για να λιώσει το σκραπ– και η τιμή του ιδίου του σκραπ, δηλαδή των προς ανακύκλωση παλιοσίδερων (στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μονάδες που να χρησιμοποιούν πρώτη ύλη ορυκτό σιδηρομετάλλευμα). Τα εργατικά κόστη είναι αμελητέα μπροστά στις δύο αυτές γραμμές κόστους.
Κατ’ αρχάς το σκραπ που απαιτείται για να παραχθεί χάλυβας πρέπει να εισαχθεί. Οι ποσότητες σκραπ που αποδίδει η ελληνική οικονομία είναι πλέον ανεπαρκείς, καθώς η ύφεση έφερε μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας και των επενδύσεων ανανέωσης εξοπλισμού των βιομηχανιών, που αυτομάτως μεταφράζεται σε λιγότερα παλιοσίδερα από τα παλιά κτήρια και μονάδες. Αλλά η εισαγωγή σκραπ μετάλλου από το εξωτερικό κοστίζει. Ομως δεν είναι αυτός ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των χαλυβουργών. Το μείζον ζήτημα είναι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν για να τήξουν το σκραπ.
Το 2016, η κυβέρνηση νομοθέτησε σημαντική μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για τη βιομηχανία από 1/1/2017, γεγονός που μείωσε το κόστος αυτό. Επιπλέον, μειώθηκε το τέλος διανομής, επίσης από 1/1/2017, δίνοντας μιας πρόσθετη ελάφρυνση κόστους. Και τέθηκε σε εφαρμογή και η «διακοψιμότητα» για την ηλεκτρική ενέργεια. Τι είναι αυτό; Η υπηρεσία διακοπτόμενου φορτίου που παρέχεται σε μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, οι οποίοι αποζημιώνονται από τον διαχειριστή του συστήματος, τον ΑΔΜΗΕ, όταν ζητείται για λόγους ασφαλείας και ευστάθειας, να σταματούν τις καταναλώσεις τους ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία. Οι παραπάνω κινήσεις περιόρισαν το ενεργειακό κόστος για τις χαλυβουργίες όπως και για όλες τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Ομως η ρύθμιση αυτή λήγει στα τέλη του 2017 και ακόμα δεν έχει επίσημα ανακοινωθεί η παράτασή της. Στην παράταση αντιδρούν κάποιοι εκ των δανειστών, δίδοντας λαβή σε πολλούς να υποπτεύονται ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Πάντως, οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν να έχει επιτευχθεί ανεπίσημη συμφωνία και να δρομολογείται η επέκταση του καθεστώτος. Ομως, οι βιομηχανίες δεν ζητούσαν μόνο επέκταση αλλά και μεγαλύτερη αποζημίωση, αφού ακόμα και με αυτές τις ρυθμίσεις οι γείτονες ανταγωνιστές Ιταλοί και κυρίως Τούρκοι απολαμβάνουν πολύ πιο χαμηλά τιμολόγια. Να σημειωθεί πως οι τουρκικές χαλυβουργίες εξάγουν περί τα 20 εκατ. τόνους χάλυβα, υπερπολλαπλάσιες δηλαδή ποσότητες από αυτές που μπορεί να δώσει η Ελλάδα.
Πέντε σύγχρονες υψικάμινοι, τρεις όμιλοι και δύο κλειστά εργοστάσια
Στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε εργοστάσια χαλυβουργίας. Από αυτά δουλεύουν μόνον τα τρία, καθώς η ύφεση οδήγησε τις ίδιες τις επιχειρήσεις να σταματήσουν την παραγωγή σε μονάδες που έκριναν πως αυτό έπρεπε να γίνει.
Το 2012 η Χαλυβουργική, συμφερόντων της οικογενείας Κ. Αγγελόπουλου, ανακοίνωσε πως προχώρησε στη λήψη μέτρων διασφάλισης της λειτουργίας της λόγω της κρίσης, όπως το εκ περιτροπής σβήσιμο των υψικαμίνων και την έμφαση στην ελασματουργία. Εκτοτε έχει πρακτικά σταματήσει την παραγωγική δραστηριότητά της. Η Χαλυβουργική βαρύνεται με δανεισμό που, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, προσεγγίζει τα 395 εκατ. και ο οποίος συνδέεται με εκτεταμένες επενδύσεις όπως αυτές του 2003 και 2006, ύψους 250 εκατ. που εκσυγχρόνισαν τη μονάδα. Αλλες δύο μονάδες παραγωγής χάλυβα διαθέτει η Χαλυβουργία Ελλάδος, συμφερόντων της οικογενείας Μάνεση. Η μία στον Ασπρόπυργο έχει σταματήσει την παραγωγή επίσης από το 2012 και διατηρεί δραστηριότητα κυρίως στην παραγωγή πλεγμάτων. Η δεύτερη μονάδα της Χαλυβουργίας Ελλάδος είναι αυτή στο Βελεστίνο στον Βόλο, η οποία είναι εκσυγχρονισμένη και λειτουργεί κανονικά.
Οι δύο τελευταίες μονάδες παραγωγής χάλυβα στην Ελλάδα είναι αυτές της Βιοχάλκο, δηλαδή η Σιδενόρ στη Θεσσαλονίκη και η Sovel στον Αλμυρό Βόλου, αμφότερες συμφερόντων Στασινόπουλου. Σημειώνεται πως ο όμιλος Βιοχάλκο διαθέτει άλλες δύο μονάδες στα Σκόπια και τη Βουλγαρία, ενώ συνολικά έχει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα στα Βαλκάνια. Η εταιρεία εμφανίζει σημαντικά σημάδια ανάκαμψης, με αύξηση πωλήσεων, ενίσχυση της λειτουργικής κερδοφορίας και επιστροφή σε καθαρή κερδοφορία μετά από φόρους από ζημίες. Εχει επενδύσει και αυτή την τελευταία πενταετία 30 εκατ. σε νέο επαγωγικό φούρνο πολύ μεγάλης εξοικονόμησης ενέργειας στη Sovel. Κύκλοι με γνώση των εξελίξεων αναμένουν πως εντός των επόμενων εβδομάδων θα έχει ολοκληρωθεί και συμφωνία με τις τράπεζες για την αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου εξυπηρετούμενου δανεισμού. Στις αρχές του 2017, η Alvarez & Marshal παρέδωσε στις τράπεζες μελέτη που της είχαν παραγγείλει για να ακτινογραφήσουν τον κλάδο. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως πρέπει να διακοπεί οριστικά η λειτουργία τουλάχιστον της μιας από τις κλειστές μονάδες, αλλά και να γίνει ανακεφαλαιοποίηση των ομίλων με παράλληλη απομείωση υποχρεώσεων που αθροιστικά, για ολόκληρο τον κλάδο, υπολογίζονται στα επίπεδα των 1,2 δισ. ευρώ. Αλλά το κεντρικό ζητούμενο είναι η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών που εξαρτάται από την περαιτέρω μείωση του ενεργειακού κόστους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία η νυχτερινή λειτουργία γίνεται ακόμα και με αρνητικές τιμές ηλεκτρισμού, δηλαδή οι χαλυβουργίες πληρώνονται για να λειτουργούν ώρες με χαμηλά φορτία στο δίκτυο.
Ηλίας Μπέλλος (Καθημερινή)