Τους τίτλους τέλους μιας εκ των μεγαλύτερων ελληνικών βιομηχανιών όλων των εποχών άρχισε να γράφει η Εθνική Τράπεζα προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να θέσει τη Χαλυβουργική σε διαδικασία ειδικής διαχείρισης για απαιτήσεις της, ύψους 343,77 εκατ. ευρώ. Ομως δεν πρόκειται μόνο για το τέλος μιας ιστορικής πολύ μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας, αλλά και για τη μεγαλύτερη εκκαθάριση ελληνικής βιομηχανίας με βάση το ύψος των υποχρεώσεων, που σύμφωνα με τα έγγραφα που κατέθεσε η Εθνική στο Πρωτοδικείο Αθηνών ξεπερνούν τα 560 εκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον η Χαλυβουργική είναι η τελευταία εταιρεία που επιχειρείται να υπαχθεί σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, αφού από 1ης Μαρτίου ο σχετικός νόμος έπαψε να ισχύει και πλέον αντίστοιχες περιπτώσεις θα οδηγούνται απευθείας σε πτώχευση και εκκαθάριση. Τα τρία αυτά θλιβερά ρεκόρ έτυχε να καταρρίψει μια βιομηχανία που έλκει τις ρίζες της πίσω στη δεκαετία του 1920 και της οποίας τα προϊόντα έχουν κυριολεκτικά χτίσει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της χώρας.
Εφόσον εγκριθεί η υπαγωγή σε ειδική διαχείριση, ο νόμος ορίζει πως το συντομότερο δυνατόν από την εγκατάστασή του, ο ειδικός διαχειριστής θα διενεργήσει δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της Χαλυβουργικής ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της (κλάδων) ή περιουσιακών στοιχείων της εφόσον αυτά δεν αποτελούν κλάδους.
Πρόκειται για διαδικασία η οποία σε διάστημα είκοσι τεσσάρων μηνών, με δυνατότητα παράτασης έξι μηνών, είτε πρέπει να επιτύχει (εκποίηση του 90% του ενεργητικού) είτε, εάν αποτύχει, να οδηγηθεί η εταιρεία σε πτώχευση. Στον ισολογισμό της του 2016, η Χαλυβουργική έχει εγγράψει την αξία των οικόπεδων και κτιρίων της στα 291,8 εκατ. και του μηχανολογικού εξοπλισμού στα 135,2 εκατ. με το σύνολο του ενεργητικού στα 435 εκατ. Οι ορκωτοί λογιστές όμως σημείωναν έκτοτε, υποστηρίζει στην αίτησή της η Εθνική, πως δεν έχει γίνει η πρέπουσα απομείωση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού.
Αλλά έστω και έτσι, τα χρέη και μόνον είναι κατά πολύ υψηλότερα των 435 εκατομμυρίων του ενεργητικού: Η Εθνική Τράπεζα διατηρεί απαίτηση κατά της Χαλυβουργικής, η οποία στα τέλη του 2018 ήταν 296,05 εκατ. ευρώ και στα τέλη του 2020 είχε φτάσει με τις προσαυξήσεις τα 343,77 εκατ. Συνεπώς η Εθνική εκπροσωπεί ποσοστό υψηλότερο του 40% των απαιτήσεων πιστωτών που απαιτεί ο νόμος για να γίνει δεκτή η εξέταση της αίτησής της. Το σύνολο των υποχρεώσεων της Χαλυβουργικής, βάσει των τελευταίων διαθέσιμων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων της 31ης Δεκεμβρίου 2016, ανέρχεται στο ποσό των 497,2 εκατ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με την αίτηση της Εθνικής την 31η Δεκεμβρίου 2018 βάσει του ισοζυγίου της αυτές είχαν φτάσει τα 562,3 εκατ.
Η Χαλυβουργική εμφάνισε προβλήματα ρευστότητας ήδη από το 2015, τα οποία συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών και η έλλειψη ρευστότητάς της δεν επηρέασε μόνο τις δανειακές υποχρεώσεις της προς την Εθνική αλλά κι έναντι των άλλων πιστωτών, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να καταγγείλουν τελικά τις δανειακές συμβάσεις, αναφέρει το σχετικό δικόγραφο.
Σύμφωνα με τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, εκτός από την Εθνική, οι απαιτήσεις της Τράπεζας Πειραιώς στα τέλη του 2018 ανέρχονταν σε 132, 8 εκατ., της Alpha Bank σε 10,4 εκατ. και της Eurobank σε 8,7 εκατ. Οι υποχρεώσεις της Χαλυβουργικής προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δημόσιες επιχειρήσεις ήταν 41,5 εκατ. (εκ των οποίων περίπου 30 εκατ. προς τη ΔΕΗ) και προς διάφορους προμηθευτές 6,5 εκατ. Παράλληλα, καταγράφονται φορολογικές υποχρεώσεις το ίδιο έτος 454.000 και υποχρέωση προς ασφαλιστικά ταμεία ύψους 1,3 εκατ. Επιπλέον 36,1 εκατομμύρια εμφανίζονται ως υποχρεώσεις προς διάφορους πιστωτές και έξοδα χρήσεως δεδουλευμένα, ενώ επίσης υπάρχουν αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις 26,4 εκατ.
Η ημερομηνία συζήτησης της αίτησης που κατατέθηκε από την Εθνική στις 24 Φεβρουαρίου για υπαγωγή σε ειδική διαχείριση στο Πρωτοδικείο Αθηνών έχει προσδιοριστεί για τη Δευτέρα 5 Απριλίου στις 9 η ώρα το πρωί.
Πώς έφθασε στην κατάρρευση η ιστορική βιομηχανία
Την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα έχει σημειωθεί καθίζηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Ενας αντιπροσωπευτικός δείκτης της είναι η κατανάλωση χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος, που ενώ το 2008 ήταν περίπου 2,3 εκατ. τόνους, το 2019 είχε μειωθεί σε μόλις 400.000 τόνους, δηλαδή 1,9 εκατομμύριο τόνους λιγότερους. Ητοι, πτώση της ζήτησης κατά 80%. Σε αυτό το περιβάλλον, η Χαλυβουργική είναι πρακτικά κλειστή από την περίοδο 2014-2015 και το προσωπικό της απομειώθηκε δραστικά τα επόμενα έτη μέσω αλλεπάλληλων προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου. Η εταιρεία δεν έχει δημοσιεύσει ισολογισμό από το 2016 και, ούτως ή άλλως, εκείνη αλλά και οι προηγούμενες χρήσεις ήταν βαθιά ζημιογόνες σε λειτουργικό επίπεδο. Η ιδιοκτησία Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου διά της παροχής ταμειακών διευκολύνσεων ή μικρών αυξήσεων κεφαλαίου έκτοτε χρηματοδοτούσε οριακά και μόνον την εταιρεία για να καλύπτει βασικά της κόστη. Πώς όμως έφθασε σε αυτό το σημείο;
Το κρίσιμο σημείο εκτιμάται πως ήταν οι μεγάλες επενδύσεις του 2003 σε δύο επιπλέον ελασματουργεία. Η Χαλυβουργική είχε ήδη ένα και από τα δύο νέα, για τα οποία δανείστηκε ένα σημαντικότατο ποσό, της τάξης των 200 εκατ. από την Εθνική, λειτούργησε πρόσκαιρα μόνον το ένα, αφού λίγα χρόνια μετά, το 2009-2010, η ζήτηση κατέρρευσε. Η ύφεση εξαφάνισε και την πρώτη ύλη που για τις χαλυβουργίες είναι τα παλιοσίδερα ή scrap από τις κατεδαφίσεις και τις αποσύρσεις εξοπλισμού. Χωρίς scrap πρέπει να εισάγονται παλιοσίδερα, αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος παραγωγής. Η κρίση έφερε και μεγάλη άνοδο των τιμών του ηλεκτρικού, που χρησιμοποιείται για την τήξη του μετάλλου. Πέρα όμως από όλα αυτά, οι χαλυβουργίες στην Ευρώπη είχαν ήδη καταδικαστεί από την παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση της Κίνας, αλλά και της Ασίας εν γένει, σε κυρίαρχο παραγωγό χάλυβα.
Οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες, άλλωστε, όπως και οι ελληνικές «πάτησαν» πάνω στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης, και της Ελλάδας με καθυστέρηση λόγω του Εμφυλίου, αλλά και στον ευρωπαϊκό προστατευτισμό που καθιστούσε τις εισαγωγές εκτός Ευρώπης απαγορευτικές. Υπενθυμίζεται πως στη Γηραιά Ηπειρο ιδρύθηκε το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ο «πρόγονος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης), η οποία κατ’ ουσίαν προασπίστηκε και γιγάντωσε την ευρωπαϊκή χαλυβουργία. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών χαλυβουργιών ξεκίνησε κάπου εκεί, τη δεκαετία του 1950.
Εξήντα επτά χρόνια μετά, στις αρχές του 2017, η Alvarez & Marsal παρέδωσε στις τράπεζες μελέτη, που της είχαν παραγγείλει οι ίδιες για να ακτινογραφήσουν τον κλάδο και να διαπιστώσουν τη βιωσιμότητά του, μιας και προβλήματα είχαν εκδηλώσει και οι άλλοι δύο μεγάλοι χαλυβουργικοί όμιλοι της χώρας, η Χαλυβουργία Ελλάδος και η Σιδενόρ/Sovel. Η έκθεση εκείνη συμπεραίνει πως υπήρχε πράγματι πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να διακοπεί οριστικά η λειτουργία κάποιων μονάδων.
Ηλίας Μπέλλος Καθημερινή