Κυριάρχησαν στην εγχώρια αγορά, αλλά το τέλος τους ήταν άδοξο. Ο λόγος για τις τρεις εμβληματικές κάποτε ελληνικές βιομηχανίες παραγωγής λευκών ηλεκτρικών συσκευών, Πίτσος, Ιζόλα και Eskimo, οι οποίες, από τη μεγάλη ακμή των δεκαετιών ’60 και ’70, ακολούθησαν –τουλάχιστον οι δύο τελευταίες– την κακή τύχη μεγάλου μέρους της ελληνικής βιομηχανίας που εξαφανίστηκε από τον επιχειρηματικό χάρτη τις δεκαετίες ’80 και ’90.
Εξαφάνιση που συντελέστηκε με ευθύνη βεβαίως και των ίδιων των μετόχων – ιδιοκτητών των επιχειρήσεων, αλλά συχνά ενισχύθηκε ή ακόμη και πυροδοτήθηκε από τον κρατικό παρεμβατισμό, την αποσύνδεση του μισθολογικού κόστους από την παραγωγικότητα, τις χρόνιες αγκυλώσεις και τα τοπικά συμφέροντα.
Στα παραπάνω ήρθαν να προστεθούν οι διενέξεις συχνά μεταξύ των μελών των οικογενειών – ιδιοκτητών της επιχείρησης, καθώς ακόμη και σήμερα η έννοια της εταιρικής διακυβέρνησης είναι σε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις άγνωστη, αλλά και η μη επένδυση των κερδών σε επέκταση ή εκσυγχρονισμό των δραστηριοτήτων.
Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, είχε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που επήλθε κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και οδήγησε στη μεταφορά μεγάλου μέρους της βιομηχανικής παραγωγής από τις ευρωπαϊκές χώρες στην Ασία, καθώς και στις πρώην ανατολικές χώρες, όπου είναι χαμηλότερο το εργατικό κόστος.
Επιπλέον, αν και τα τελευταία χρόνια υποχώρησε σημαντικά στην Ελλάδα το μισθολογικό κόστος, απόρροια της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης που σημάδεψε την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, αρκετές επιχειρήσεις αποφάσισαν να σταματήσουν την παραγωγή τους στην Ελλάδα.
Την ίδια ώρα, πάντως, μεγάλοι όμιλοι του κλάδου, μεταξύ αυτών και η BSH, στην οποία ανήκει η «Πίτσος», διατηρούν παραγωγή σε χώρες με υψηλότερο εργατικό κόστος από αυτό που επικρατεί στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία και στην Ιταλία, ένδειξη ότι οι λόγοι της αποχώρησης δεν συνδέονται απαραιτήτως με το υψηλό κόστος λειτουργίας.
Παράγοντες
Πίσω από την υπόθεση της Πίτσος βρίσκονται σχεδόν όλοι οι παραπάνω παράγοντες, αν και, σε αντίθεση με τους βασικούς αρχικούς ανταγωνιστές της, την Ιζόλα και την Eskimo, κρατήθηκε στη ζωή μέχρι σήμερα. Τελευταίο επεισόδιο σε αυτό το πολυετές «σίριαλ» ήταν η επένδυση ύψους 60 εκατ. ευρώ της BSH που δεν έγινε ποτέ.
Τον Απρίλιο του 2012, η ελληνική Βουλή υπερψήφισε (164 υπέρ, 75 κατά, 1 «παρών») διάταξη κύρωσης συμβιβασμού της Siemens με το ελληνικό Δημόσιο, διευθετώντας την υπόθεση της λειτουργίας των «μαύρων» ταμείων της Siemens. Με βάση αυτή τη συμφωνία, η Siemens δεσμευόταν να υλοποιήσει επένδυση 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 εργαζομένους.
Στο κείμενο της συμφωνίας η επένδυση δεν κατονομαζόταν, αλλά όλοι θεωρούσαν ότι αφορούσε τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου της BSH, που βρισκόταν στην περιοχή του Ρέντη, στη Μαγούλα Αττικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, η BSH είχε αποκτήσει το ακίνητο αλλά δεν είχε λάβει τις σχετικές άδειες. Ο μετέπειτα δήμαρχος ήταν αντίθετος στη δημιουργία του εργοστασίου στην περιοχή, καθώς το οικόπεδο βρίσκεται κοντά στο Θριάσιο νοσοκομείο.
Σχέδια
Η BSH αναθεώρησε τα σχέδιά της και προχώρησε στην πώληση του οικοπέδου, ματαιώνοντας την επένδυση. Να σημειωθεί ότι τον Σεπτέμβριο του 2014 από τη σύμπραξη της BSH αποχώρησε η Siemens, με αποτέλεσμα η υποχρέωση συμμόρφωσης στη συμφωνία Siemens – ελληνικού Δημοσίου να απομείνει στην Bosch.
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί για την ώρα να αποτρέψει τους Γερμανούς να υλοποιήσουν την απόφασή τους για το κλείσιμο του εργοστασίου της «Πίτσος», απόφαση, ωστόσο, που είχε προαναγγελθεί και δεν φαίνεται πολύ εύκολο να αποτραπεί.
Υπενθυμίζεται ότι το 2017 η εταιρεία είχε ανακοινώσει ότι θα κλείσει το εργοστάσιο στην Ελλάδα στο τέλος του 2018. Ομως, τον Μάιο και τον Ιούλιο του 2018 ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στην απόφαση για «λουκέτο» στην «Πίτσος» στις αρχές του 2021.
ΠΙΤΣΟΣ Ξεκίνημα με γκαζιέρες πριν από 155 χρόνια
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1865 από την οικογένεια Πίτσου και επρόκειτο αρχικά για ένα μικρό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Περικλέους.
Ηταν τη δεκαετία του ’50 όταν η Χρύσα Παραδείση, διάσημη συγγραφέας βιβλίων με συνταγές μαγειρικής –σημειωτέον, τότε η μαγειρική δεν ήταν αντικείμενο life style ή τηλεοπτικού σόου–, διαφήμιζε με ολοσέλιδη καταχώριση τις κουζίνες Πίτσος. «Εχρησιμοποίησα την Κουζίνα Πίτσος και βρίσκω ότι είναι θαυμάσιο “εργαλείο” στα χέρια της νοικοκυράς, που τη βοηθά να έχει πάντα επιτυχία στα γλυκά και τα φαγητά της», αναφέρεται στην καταχώριση, η οποία συνοδεύεται από φωτογραφία της Χρύσας Παραδείση. Η διαφήμιση σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας τα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά και τη συγκέντρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στην Αθήνα, φαίνεται ότι συνέβαλαν καθοριστικά στο να «εισβάλλουν» οι ηλεκτρικές συσκευές Πίτσος, κυρίως οι κουζίνες, σε πολλά ελληνικά νοικοκυριά. Η εταιρεία «Πίτσος» ιδρύθηκε το 1865 από την οικογένεια Πίτσου και επρόκειτο αρχικά για ένα μικρό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Περικλέους, όπου κατασκευάζονταν μικρές οικιακές συσκευές της εποχής, όπως ψυγεία νερού και αργότερα γκαζιέρες και θερμάστρες, αλλά και θερμοσίφωνες λαδιού. Τα χρόνια του Μεσοπολέμου, η επιχείρηση μετακόμισε στους Αμπελοκήπους και μερικά χρόνια αργότερα, τα ηνία ανέλαβε η δεύτερη γενιά, εκπροσωπούμενη από τον Απόστολο Πίτσο.
Με τον εξηλεκτρισμό (και) της Ελλάδας και κυρίως των αστικών κέντρων, και ενώ ήδη είχαν εισέλθει στην παραγωγή «λευκών» ηλεκτρικών συσκευών άλλες δύο ελληνικές εταιρείες, η Izola και η Eskimo, η «Πίτσος» αποφασίζει να κατασκευάσει εργοστάσιο στην περιοχή του Ρέντη και το 1959 ξεκινάει την παραγωγή ηλεκτρικών ψυγείων. Στη συνέχεια, προχωράει στην παραγωγή καταψυκτών, ηλεκτρικών κουζινών –οι οποίες αποτέλεσαν ακόμη και σήμερα το ατού της–, ενώ έφτασε να κατασκευάζει ακόμη και τηλεοράσεις –συναρμολόγηση– αλλά και ένα τρίτροχο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Απόστολος Πίτσος, ο οποίος είχε –σημειωτέον– σπουδάσει μηχανολόγος στη Γερμανία, ξεκινάει συνεργασία με τη Siemens. Το 1977, και ενώ είχε προηγηθεί μια μεγάλη απεργία στην εταιρεία, ο γερμανικός όμιλος Bosch-Siemens Hausgeräte GmbH εξαγοράζει το 60% της ελληνικής εταιρείας και η Siemens A.E. Hellas εξαγόρασε το 20%. Η είσοδος των Γερμανών στην Πίτσος βάζει σε τροχιά ανόδου την εταιρεία. Στο εργοστάσιο ψυγείων στου Ρέντη θα ξεκινήσει η παραγωγή των ψυγείων No Frost. Το 1996 θα υπάρξει μετονομασία της εταιρείας σε BSP ΑΒΕ (από τα αρχικά των προϊόντων Bosch, Siemens, Pitsos) και το 2001 μετονομασία της εταιρείας σε BSH Οικιακές Συσκευές ΑΒΕ. Τον Σεπτέμβριο του 2014, η εταιρεία που ελεγχόταν από την Bosch και τη Siemens κατά 50%-50%, πέρασε στον έλεγχο της Bosch, η οποία εξαγόρασε το ποσοστό της Siemens.
ΙΖΟΛΑ Κατασκεύασε την πρώτη ελληνική κουζίνα το 1951
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 φιγουράριζε στη λίστα με τις κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις, συνεργαζόμενη με διεθνείς ομίλους.
Οποιος κατεβαίνει τη λεωφόρο Ελευθερίου Βενιζέλου (γνωστή περισσότερο ως Θησέως) στην Καλλιθέα μπορεί να δει μια στάση μέσων μαζικής μεταφοράς που φέρει την ονομασία «Ιζόλα». Σε απόσταση 230 μέτρων από τη στάση, εκεί όπου από το 2010 βρίσκεται ένα υπερμάρκετ «Σκλαβενίτης», λειτουργούσε έως το 1995 το εργοστάσιο παραγωγής λευκών ηλεκτρικών συσκευών της Ιζόλα.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1930 με δραστηριότητα αρχικά στην εμπορία υδραυλικών ειδών και σωλήνων, ενώ το 1937 περιήλθε στον πλήρη έλεγχο του Παναγιώτη Δράκου. Υπό την ηγεσία του Γεωργίου Δράκου, γιου του Παναγιώτη, η Ιζόλα αναδείχθηκε σταδιακά σε μια από τις εταιρείες-πρωταγωνιστές του κλάδου: το 1951 κατασκεύασε την πρώτη ελληνική κουζίνα και τον επόμενο χρόνο το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Οραμα της οικογένειας, το οποίο αποτυπωνόταν και στις διαφημίσεις της εποχής, ήταν «να φέρει τον πολιτισμό σε κάθε σπίτι». Ταυτόχρονα ο Γ. Δράκος προχώρησε στη συγκρότηση νέων εταιρειών, σε συνεργασίες και σε συγχωνεύσεις, δημιουργώντας τον όμιλο Ιζόλα. Κάποιες από αυτές ήταν τα Ηνωμένα Σωληνουργεία ΙΒΣ σε συνεργασία με τις οικογένειες Σβορώνου και Στασινόπουλου, ενώ είχε συνεργασίες με ξένες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών, όπως η Whirlpool, η Philips, η Rheem, η Ignis. Κατά τη δεκαετία του ’60 και στις αρχές του 1970 ο όμιλος Ιζόλα αύξησε επίσης τη συμμετοχή του σε μια σειρά επιχειρήσεων, όπως στις Λαυρεωτική ΑΒΕ, Αζίνκο ΑΒΕ, Μεταλλικαί Κατασκευαί Α.Δ., ΒΕΣ Α.Ε., Ξυλάνη ΑΒΕ, Ιζολογκάζ Α.Ε. κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Γ. Δράκος διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΒ επί σειράν ετών, αλλά και πρόεδρος του συνδέσμου την περίοδο Ιανουαρίου 1958 – Απριλίου 1960 και την περίοδο Απριλίου 1962 – Απριλίου 1966.
Η Ιζόλα, που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 φιγουράριζε στη λίστα με τις κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις, αρχίζει να δέχεται τον ανταγωνισμό από την Πίτσος, ειδικά μετά την εξαγορά της τελευταίας από τους Γερμανούς. Η διοίκηση της Ιζόλα επιτίθεται με εκσυγχρονισμό του εργοστασίου που διέθετε στη Θήβα, κίνηση που δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Το 1977 η Ιζόλα ενώνει τις δυνάμεις της με την έτερη ελληνική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών, την Εσκιμό, και δημιουργούν την εταιρεία Ελίντα, στην οποία συμμετέχει και η Εθνική Τράπεζα. Στην πραγματικότητα αυτή είναι η αρχή του τέλους και για τις δύο εταιρείες: το 1984 η Ελίντα περνάει στον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων για τις λεγόμενες προβληματικές επιχειρήσεις.
Το 2015 ξεκίνησε ξανά η διάθεση ηλεκτρικών κουζινών με το σήμα Ιζόλα από την επιχείρηση «Γ. Ε. Δημητρίου», η κατασκευή όμως των συσκευών γίνεται στην Πολωνία.
ESKIMO Tο 1973 απασχολούσε πάνω από 1.500 άτομα
Το 1989 η εταιρεία παύει να παράγει τηλεοράσεις και το 1996 βγαίνει από το Χρηματιστήριο. Το 1997 περνάει στον έλεγχο του Βασίλη Ζούλοβιτς.
Μπορεί αρκετοί στην Ελλάδα να μην είχαν δει το μιούζικαλ «Grease» όταν προβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όλοι όμως έμαθαν αργότερα το σλόγκαν «Προτιμώ, προτιμώ, προτιμώ Eskimo», που χρησιμοποιούσε τη μουσική από το κύριο τραγούδι της χολιγουντιανής επιτυχίας με τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον Τζον.
Και πράγματι πολλοί προτιμούσαν τις ηλεκτρικές συσκευές Eskimo, κυρίως ψυγεία, καθώς στην ακμή της, το 1973, κατείχε μερίδιο στην ελληνική αγορά ηλεκτρικών συσκευών και απασχολούσε πάνω από 1.500 εργαζομένους.
Η εταιρεία Eskimo ιδρύθηκε το 1958 με την ονομασία Βιομετάλ και, στη συνέχεια, ως Βιομετάλ Eskimo παρήγαγε το 1959 τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία. Το 1968, η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Η Βιομετάλ ήταν στην ουσία μετεξέλιξη της εταιρείας «Ι. Σταυρόπουλος & Σία» που είχε ιδρυθεί το 1955 και κατασκεύαζε ψυγεία με πάγο και θερμάστρες πετρελαίου. Το 1969, η εταιρεία ξεκίνησε να δραστηριοποιείται και στη συναρμολόγηση τηλεοράσεων.
Ο έντονος ανταγωνισμός τη δεκαετία του ’70 και η μεγάλη επένδυση που έκανε στο εργοστάσιό της στη Μεταμόρφωση Αττικής, σε μια μάλλον δυσμενή περίοδο, επιβάρυναν την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, η οποία το 1977 συγχωνεύθηκε με την Ιζόλα, δημιουργώντας την εταιρεία Ελίντα, στην οποία η Eskimo διατήρησε το δικαίωμα συναρμολόγησης τηλεοράσεων και συσκευών βίντεο.
Οταν η Ελίντα εντάχθηκε στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, πήρε ειδική άδεια ώστε να μη σταματήσει εντελώς τη δραστηριότητά της, αλλά να μπορεί να δραστηριοποιείται στη συναρμολόγηση εισαγόμενων εξαρτημάτων και στην εμπορία τηλεοράσεων.
Το 1989, η εταιρεία παύει να παράγει τηλεοράσεις και το 1996 βγαίνει από το Χρηματιστήριο. Το 1997 περνάει στον έλεγχο του επιχειρηματία Βασίλη Ζούλοβιτς, αλλά τα προβλήματα συνεχίζονται. Το 2002, η FG Europe (όμιλος Φειδάκη) αποκτά πλειοψηφική συμμετοχή στην Eskimo και οι δύο εταιρείες συγχωνεύονται με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη.
Σήμερα, στην αγορά υπάρχουν κουζίνες, ψυγεία, καταψύκτες, πλυντήρια πιάτων και ρούχων με το σήμα Eskimo, όμως η παραγωγή τους δεν γίνεται στην Ελλάδα, αλλά σε εργοστάσια στη Σλοβενία και στην Τουρκία, εκεί δηλαδή όπου προτίθεται η BHS να μεταφέρει και την παραγωγή που γίνεται σήμερα στο εργοστάσιο της Πίτσος. Στα χρόνια της πρόσφατης χρηματοοικονομικής κρίσης τα προϊόντα Eskimo διατήρησαν ικανοποιητικές πωλήσεις λόγω της ανταγωνιστικής τιμής τους.
Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή