Οι ΗΠΑ έχουν θέσει σε εφαρμογή μια δυναμική βιομηχανική πολιτική με φοροαπαλλαγές, εγγυήσεις και διάφορα οικονομικά κίνητρα για να προσελκύσουν νέες βιομηχανίες που θα παράγουν φωτοβολταϊκά, ημιαγωγούς και ηλεκτροκίνητα οχήματα. Οι δαπάνες αυτές αποσκοπούν στο να δώσουν ώθηση στην εγχώρια αγορά για την παραγωγή ειδών καίριας σημασίας για την οικονομία. Εχουν, ωστόσο, επιπτώσεις και εκτός των ΗΠΑ, καθώς αναγκάζουν τις κυβερνήσεις από την Ευρώπη έως την Ανατολική Ασία να ακολουθήσουν και να προσπαθούν να φτάσουν την υπερδύναμη παρουσιάζοντας τα δικά τους επενδυτικά προγράμματα. Προκύπτει, έτσι, αυτό που αποκαλούμε παγκόσμιος ανταγωνισμός επιδοτήσεων.

Αξιωματούχοι στην Ευρώπη έχουν κατηγορήσει τις ΗΠΑ για προστατευτισμό και επί μήνες διαμαρτύρονταν στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Κυβερνήσεις στην Ε.Ε., στη Βρετανία αλλά και αλλού συζητούν για το πώς μπορούν να αντιδράσουν στην πολιτική της υπερδύναμης προσφέροντας κίνητρα για να προσελκύσουν επενδύσεις και να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους. Εκτός από τα σχεδόν 400 δισ. δολ. του προγράμματος επιδοτήσεων, εγγυήσεων και φοροαπαλλαγών IRA, ευρύτερα γνωστού ως πακέτου Μπάιντεν, η Ουάσιγκτον προβλέπει άλλα 280 δισ. δολ. για εγκαταστάσεις μεταποίησης, έρευνα για μικροεπεξεργαστές και γενικώς για υψηλή τεχνολογία και συνολικά οι δαπάνες των ΗΠΑ αναμένεται να φτάσουν στα 3,5 τρισ. δολ. μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αυτά θα προέλθουν τόσο από κεφάλαια του κράτους όσο και από ιδιώτες επενδυτές. Το πακέτο Μπάιντεν αποτελεί την απάντηση της Ουάσιγκτον στις γενναιόδωρες επιδοτήσεις που επί χρόνια πρόσφεραν οι κυβερνήσεις της Κίνας και των άλλων χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελεί επίσης μια προσπάθεια της υπερδύναμης να ανακτήσει τον μεταποιητικό τομέα της που έχει αποδεκατιστεί έπειτα από δεκαετίες μεταφοράς της παραγωγής σε άλλες χώρες.

Η Ουάσιγκτον υποστηρίζει πως οι επενδύσεις που θα προσελκύσει θα διευκολύνουν τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή και να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις εφοδιαστικές αλυσίδες της Κίνας. Οι δαπάνες τους όμως υπονομεύουν τις συμμαχίες, διότι δίνουν σε όσες επιχειρήσεις παράγουν μπαταρίες υδρογόνου ή μικροεπεξεργαστές τη δυνατότητα να επιλέγουν τη χώρα στην οποία θα δραστηριοποιηθούν ή ακόμη και να θέτουν τη μία κυβέρνηση έναντι της άλλης, καθώς θα προσπαθούν να βρουν την καλύτερη χώρα για τις τεχνολογίες τους. Η ευρωπαϊκή εταιρεία Freyr Battery παράγει μπαταρίες λιθίου για αυτοκίνητα, πλοία και συστήματα αποθήκευσης. Ετοιμαζόταν να κατασκευάσει μονάδα παραγωγής στη Νορβηγία, όταν τα στελέχη της πληροφορήθηκαν για το πακέτο Μπάιντεν. Ετσι, μετέφερε την παραγωγή της στην Τζόρτζια των ΗΠΑ. Ο Μπίργκερ Στιν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, υποστηρίζει ότι διατηρεί έτοιμη τη μονάδα στη Νορβηγία για μια «δυναμική εκκίνηση», υποδηλώνοντας πως η παραγωγή ενδέχεται να αυξηθεί στη σκανδιναβική χώρα εάν η κυβέρνηση της προσφέρει πιο φιλικούς όρους. Και τα στελέχη της συνομιλούν με πολιτικούς της Νορβηγίας και τους δίνουν ιδέες για το πώς μπορούν να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ.

Ο Ντέιβιντ Σκέισμπρουκ, συνεργάτης της Quinbrook Infrastructure Partners Group, που έχει συγχρηματοδοτήσει κάποια από τα μεγαλύτερα προγράμματα φωτοβολταϊκών και μπαταριών στις ΗΠΑ, επισημαίνει πως το πακέτο Μπάιντεν ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή από οποιονδήποτε νόμο θέσπισε οποιαδήποτε χώρα. Προεξοφλεί επίσης πως οι άλλες κυβερνήσεις δεν θα μπορέσουν να πλησιάσουν την κλίμακα του πακέτου Μπάιντεν. «Οι άλλες χώρες δεν διαθέτουν τη δημοσιονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο», τονίζει και προσθέτει ότι «προφανώς και αποτελεί απειλή για την Ε.Ε. και για άλλες χώρες».

THE NEW YORK TIMES (ΑΝΑ ΣΟΥΑΝΣΟΝ, ΤΖΊΝΑ ΣΜΊΛΕΚ, ΑΛΑΝ ΡΑΠΟΡΤ, ΕΣΕ ΝΕΛΣΟΝ) kathimerini