Στην τακτοποίηση του τραπεζικού της δανεισμού επικεντρώνεται η Χαλυβουργία Ελλάδος, στοχεύοντας στην πλήρη αναδιάρθρωση των δανείων της μέσω νέου ομολογιακού δανείου ώστε να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει λόγω της κρίσης στην αγορά του χάλυβα αλλά και του ιδιαίτερα αυξημένου ενεργειακού κόστους που υπάρχει στην χώρα μας. Η επιχείρηση της οικογένειας Μάνεση παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον για την οικονομία της Θεσσαλίας καθώς ολόκληρη η παραγωγή της πραγματοποιείται πλέον από τις δύο μονάδες της Μαγνησίας αφού εκείνη της Αττικής βρίσκεται σε αδράνεια. Η Χαλυβουργία Ελλάδος, που απασχολεί περίπου 430 εργαζόμενους, δημιουργήθηκε από τη συνένωση της Χαλυβουργίας Θεσσαλίας και της Ελληνικής Χαλυβουργίας, δυο ιστορικών εταιρειών στον χώρο της βαριάς βιομηχανίας.

Η επιχείρηση δηλώνει αισιόδοξη ότι κατά το 2017 θα μπορέσει, προφανώς υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει την αιτούμενη τραπεζική υποστήριξη, να αξιοποιήσει τις αποφάσεις με τις οποίες από τις αρχές του τρέχοντος έτους ή από το 2016 έχει μειωθεί το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, ώστε να ενισχύσει αποφασιστικά την τάση βελτίωσης που παρουσίασαν τα λειτουργικά της αποτελέσματα τα προηγούμενα χρόνια και να εξασφαλίσει την αναγκαία ρευστότητα για την ομαλή συνέχιση της λειτουργίας της, παρά τα απογοητευτικά χαμηλά επίπεδα της τρέχουσας εγχώριας ζήτησης. Για τον λόγο αυτό εντείνει την εμπορική της διείσδυση σε αγορές της βόρειας Αφρικής, από τις οποίες το 2015 άντλησε περισσότερο από το 1/4 των ετήσιων εσόδων της.

Σύμφωνα με τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της για το 2015 (δημοσιοποιήθηκαν από το ΓΕΜΗ στις 20 Μαρτίου 2017, ενώ για το 2016 δεν υπάρχουν στοιχεία) η βιομηχανία το 2015 επλήγη από την εκ νέου υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης χάλυβα, μετά την άνοδο που είχε παρουσιάσει η ζήτηση το 2014. Κατέγραψε υψηλή διψήφια πτώση των πωλήσεών της, καθώς δεν μπόρεσε να επεκταθεί εξαγωγικά, όπως αναφέρει, λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους. Επίσης, εμφάνισε διευρυμένες ζημιές και μείωσε οριακά, μόνο, το υψηλό επίπεδο του δανεισμού της, που ανερχόταν σε 340 εκατ. περίπου ευρώ και ήταν στο σύνολό του σχεδόν βραχυπρόθεσμος. Ωστόσο, εξαιρουμένων των έκτακτων δαπανών βελτίωσε για δεύτερο συνεχόμενο έτος τα λειτουργικά της αποτελέσματα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ενοποιημένο ισολογισμό της επιχείρησης, τα έσοδά της το 2015 μειώθηκαν σε 118,4 εκατ. ευρώ, από 151,8 εκατ. ευρώ το 2014, παρουσιάζοντας μείωση 22% σε ποσοστό και 33,3 εκατ. ευρώ σε αξία. Ενώ οι εγχώριες πωλήσεις της μειώθηκαν 27,2%, οι εξαγωγές της μειώθηκαν 9%. Το υψηλό ενεργειακό κόστος, όπως αναφέρει, κατέστησε μη ανταγωνιστικά τα προϊόντα των ελληνικών χαλυβουργιών έναντι των αντίστοιχων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Τέλος, στην σχετική έκθεση, δηλώνει ότι «συνεχίζει τις προσπάθειες για μείωση του κόστους παραγωγής των προϊόντων, αναδιάρθρωση της λειτουργίας των εργοστασίων και προσαρμογή του αριθμού των θέσεων εργασίας στα μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας που επιβάλλουν οι συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες της αγοράς και γενικώς τον περιορισμό όλων των δαπανών, με στόχο τη διασφάλιση της ρευστότητας και εν γένει της βιωσιμότητας του ομίλου». Εκφράζει ικανοποίηση για τις αποφάσεις μείωσης του ενεργειακού κόστους των ενεργοβόρων βιομηχανιών που ελήφθησαν το 2016, εκτιμώντας όμως ότι οι ανταγωνίστριες βιομηχανίες των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης απολαμβάνουν ακόμη χαμηλότερο κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Θεωρεί ότι «έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη συνέχιση των δραστηριοτήτων της και την ανάκαμψή της», εφόσον εξασφαλίσει περαιτέρω χρηματοοικονομική στήριξη από τους πιστωτές της.

Λ.Ε.