«Στριμωγμένοι» βρίσκονται πολλοί Έλληνες που έβγαλαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό κατά τα προηγούμενα χρόνια, καθώς ξένες τράπεζες (κυρίως της Ελβετίας):
• Είτε τους ζητούν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους σε περίπτωση που υπολείπονται ενός μεγάλου ποσού (περί του ενός εκατομμυρίου ευρώ), αν δεν δεχτούν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε επενδυτικά προϊόντα, τα οποία συνήθως εμπεριέχουν ρίσκο.
• Είτε τους χρεώνουν με πολύ υψηλές προμήθειες, έτσι ώστε τυχόν πολυετής παραμονή των χρημάτων τους στις συγκεκριμένες τράπεζες να ισοδυναμεί… με μίνι κούρεμα.
Για τον λόγο αυτό, πολλοί αποταμιευτές της συγκεκριμένης κατηγορίας επικοινωνούν με Έλληνες συμβούλους, προκειμένου να βρουν φτηνότερες εναλλακτικές λύσεις.
«Υπάρχουν και τράπεζες σε ευρωπαϊκά κράτη που δέχονται τέτοιες καταθέσεις, χωρίς να χρεώνουν υψηλές προμήθειες» δηλώνει στο Euro2day.gr στέλεχος της εγχώριας αγοράς, συμπληρώνοντας πως «υπάρχουν ακόμη λύσεις».
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που σειρά εγχώριων συμβούλων και «σπιτιών» επιθυμεί να αναλάβει τη διαχείριση των χρημάτων αυτών, τα οποία υπολογίζονται σε αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι τράπεζες προσπαθούν να προσελκύσουν μέρος αυτών των χρημάτων σε θυγατρικές που έχουν εκτός Ελλάδας, όπως π.χ. στη Μάλτα ή καλύτερα στην Κύπρο, όπου ο κίνδυνος των χωρών αυτών είναι ιδιαίτερα χαμηλός, οι προμήθειες μηδενικές και τα επιτόκια αξιοσημείωτα (άνω του 1% σε ευρώ).
Παράλληλες κινήσεις γίνονται από ελληνικών συμφερόντων Αμοιβαία Κεφάλαια που ιδρύονται στο εξωτερικό (Λουξεμβούργο, Κύπρο και αλλού), αλλά και από εγχώριες ΑΕΠΕΥ με το σκεπτικό ότι είναι καλύτερα τα κεφάλαια των Ελλήνων στο εξωτερικό να διαχειρίζονται ή έστω να «περνούν» από «ελληνικά χέρια», καθώς:
Πρώτον, δημιουργούνται έσοδα σε ελληνικές εταιρείες.
Δεύτερον, οι πελάτες μπορούν να έχουν αμεσότερη, πληρέστερη και συνήθως πολύ φτηνότερη εξυπηρέτηση και
τρίτον, η άμεση σχέση με τους πελάτες θα οδηγήσει πολύ πιο εύκολα στον επαναπατρισμό σημαντικού ποσοστού των κεφαλαίων αυτών, από τη στιγμή που θα μειωθεί περαιτέρω ο κίνδυνος της χώρας.
«Ήδη από τότε που η κατάσταση στην ελληνική οικονομία έδειξε τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης, υπήρξε περιορισμένο ενδιαφέρον επιστροφής τέτοιων κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Έτι, κάποια χρήματα επέστρεψαν μέσα στο πρώτο φετινό εξάμηνο για να τοποθετηθούν στις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων του ΟΠΑΠ, του Μυτιληναίου ΜΥΤΙΛ 0,00%, της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής και της Sunlight. Και αυτό όχι μόνο γιατί τα επιτόκια ήταν σαφώς υψηλότερα από τα καταθετικά, αλλά και γιατί πολλοί επενδυτές εμπιστεύονται σήμερα περισσότερο συγκεκριμένους επιχειρηματικούς Ομίλους σε σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Δυστυχώς, οι εκδόσεις ομολόγων τέτοιων εταιρειών σταμάτησαν στο δεύτερο εξάμηνο του 2017 και έτσι μια υποσχόμενη πηγή επιστροφής κεφαλαίων στη χώρα στέρεψε. "Αντί να προσφέρουμε επενδυτικά προϊόντα που θα έφερναν ρευστότητα στη χώρα, εμείς τα σταματήσαμε» δηλώνει επικριτικά γνωστός παράγοντας της αγοράς.
Κάποιοι άλλοι επίσης αναζητούν τρόπους και προϊόντα προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις λεγόμενες «ευκαιρίες της κρίσης» και εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να προσελκυσθούν κεφάλαια που θα χρηματοδοτούσαν startups και άλλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Όλοι συμφωνούν πάντως ότι χρειάζεται πολύς χρόνος ακόμη, μέχρις ότου επιστρέψει μεγάλο ποσοστό των ελληνικών αποταμιεύσεων από το εξωτερικό. «Ας μην ξεχνάμε ότι χρειάστηκαν δύο περίπου χρόνια την περίοδο 2012-2014 για να επιστρέψουν γύρω στα 10-15 δισ. ευρώ στις τράπεζες και αυτό σε περίοδο που δεν υπήρχαν capital controls. Επίσης, αυτά τα πράγματα θέλουν χρόνο και ηρεμία» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στέφανος Γκοτζαμάνης (Euro2day.gr)