Το 25% των οργανικών εσόδων των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών προέρχεται από χρηματοοικονομικά κέρδη και ανταλλαγές κρατικών τίτλων, σύμφωνα με την ανάλυση του SSM για τα αποτελέσματα των 112 πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύει. Σύμφωνα με τον SSM, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν υψηλή εξάρτηση από χρηματοοικονομικά

κέρδη, αλλά και περιορισμένη συμμετοχή των εσόδων από προμήθειες στο τελικό αποτέλεσμα. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο στις υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης και κατά μέσον όρο τα χρηματοοικονομικά κέρδη δεν ξεπερνούν το ένα δέκατο των οργανικών εσόδων. Οπως μάλιστα προκύπτει από τα στοιχεία του SSM, τα χρηματοοικονομικά έσοδα στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών δεν προέρχονται από το χαρτοφυλάκιο των τίτλων προς πώληση, αλλά πρόκειται για έκτακτα έσοδα που προέκυψαν από τις ανταλλαγές ελληνικών ομολόγων, στοιχείο που επιβεβαιώνει τον εύθραυστο χαρακτήρα της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών το 2020.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, χαμηλή είναι η συμμετοχή των εσόδων από προμήθειες, που αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα όγδοο των οργανικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι ιδιαίτερα υψηλός, και τα έσοδα από προμήθειες είναι το ένα τρίτο των οργανικών τραπεζικών εσόδων.

Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία ανά χώρα, σε αρκετές περιπτώσεις τα έσοδα από προμήθειες συναγωνίζονται ακόμη και τα έσοδα από τόκους που παραδοσιακά είναι η βασική πηγή των τραπεζικών εσόδων. Τέτοιες περιπτώσεις χωρών είναι η Γερμανία, όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν το 2020 στα 31,7 δισ. ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες στα 21 δισ. ευρώ, η Γαλλία, όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν στα 69,9 δισ. ευρώ και από προμήθειες στα 51,2 δισ. ευρώ, η Ιταλία, όπου τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 28,1 δισ. ευρώ και 21,9 δισ. ευρώ.

Καθημερινή Ευγενία Τζώρτζη