Την προοπτική των συγχωνεύσεων ανοίγει για τις ελληνικές τράπεζες ο εγκλωβισμός τους σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες από το 2015 και μετά και η “κωματώδης” λειτουργία τους σε περιβάλλον “βαλτωμένης” οικονομίας. Η προοπτική των συγχωνεύσεων αρχίζει να συζητείται σε υψηλά κλιμάκια των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, και μάλιστα σε έναν ευρύτερο ανασχεδιασμό του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος που μπαίνει τώρα στο τραπέζι, αίροντας τις μέχρι σήμερα ενστάσεις για τη δημιουργία υπερ-τραπεζών.
Η προφανής αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να επιτύχουν τόσο τους στόχους για δραστική μείωση των “κόκκινων” δανείων, όσο και για την επαναφορά των καταθέσεων που έχουν φύγει εξαιτίας των αβεβαιοτήτων και της έλλειψης εμπιστοσύνης, προβληματίζουν έντονα και επιβάλλουν αμυντικό σχεδιασμό ενόψει των αλλαγών που αναμένονται μετά τα stress tests της ΕΚΤ το 2018.
Η νέα αρχιτεκτονική που θα αρχίσει να δομείται στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και που έχει ως ζητούμενο τη δημιουργία τραπεζών – “θωρηκτών”, ικανών να προσελκύουν καταθέσεις και χρηματοδοτήσεις, “κουμπώνει” απολύτως στο προφίλ αναγκών των ελληνικών τραπεζών. Αναμένεται, δε, να επιβεβαιώσει την προφητική ρήση του “πατριάρχη” του τραπεζικού συστήματος και προέδρου της Alpha Bank, Ιωάννη Κωστόπουλου, ο οποίος είχε πει, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ότι στην Ελλάδα χωράνε δυόμισι τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες
Όπως αναφέρουν στο “Κ” τραπεζίτες με βαθιά γνώση της κατάστασης, στο σημείο που έχουν φτάσει οι ελληνικές τράπεζες, οι συγχωνεύσεις θα αποτελέσουν τη μόνη επιλογή για τη σωτηρία τη δική τους και της ελληνικής οικονομίας. Όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν οι ίδιοι τραπεζίτες, τα σχέδια των συγχωνεύσεων έχουν ξεκινήσει να μελετώνται σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη τις τελευταίες 2-3 εβδομάδες. Και αυτό, διότι το ζήτημα του ελληνικού χρέους και της διευθέτησής του θα έχει μόνο πολιτικές προεκτάσεις και ελάχιστη επίπτωση στην προοπτική της χώρας. Το μόνο καθοριστικό για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι η αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος.
Πρόκειται για μια αναδιάταξη που υπαγορεύεται πλέον νομοτελειακά, αφού διαπιστώνεται ότι το μοντέλο των ανακεφαλαιοποιήσεων για τις ελληνικές τράπεζες δούλευε μέχρι το τέλος του 2014, όταν αυτές δεν ήταν εξαρτημένες από τον ELA. Άπαξ και επήλθε το 2015 το τεράστιο σοκ της φυγής καταθέσεων, ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ, οι ανακεφαλαιοποιήσεις “ξεπεράστηκαν”, αφενός διότι οι αγορές δεν θα δώσουν νέα κεφάλαια σε “χρεοκοπημένα” συστήματα, αφετέρου διότι ο δρόμος του bail in θα είναι άδικος και καταστροφικός για μετόχους και καταθέτες.
Με έλλειμμα ρευστότητας ίσο με το 1/3 του ΑΕΠ και με αδύνατη την ανάκτηση των χαμένων καταθέσεων, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να διαδραματίσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας και απλώς υφίστανται ως “ζόμπι”. Η προβληματική τους κατάσταση επιβαρύνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι με κεφάλαια 30 δισ. ευρώ, και μάλιστα τα 17 δισ. εξ αυτών προερχόμενα από ετεροχρονισμένη φορολογία, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να καλύψουν ζημίες από μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 115 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, τα ανοίγματα αυτά καλύπτονται περίπου στο 50% από προβλέψεις, δηλαδή καθυστερήσεις περίπου 55 δισ. ευρώ είναι ακάλυπτες. Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες είναι όμηροι ενός τερματισμένου συστήματος και θα πρέπει να ανασχεδιάσουν σε άλλες βάσεις την επόμενη ημέρα τους, με στόχο την απόκτηση μεγαλύτερων και πιο υγιών μεγεθών, ικανών να χρηματοδοτούν την οικονομία και να προσελκύουν καταθέσεις. Όπως επισημαίνουν οι τραπεζίτες στο “Κ”, οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν το 2018 να γράψουν το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία τους…
Ο ευρωπαϊκός προβληματισμός
Το σχέδιο των εθνικών και διασυνοριακών συγχωνεύσεων αρχίζει να εξυφαίνεται στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων ως το επόμενο βήμα μετά την τακτοποίηση των ισολογισμών των 126 τραπεζών που εποπτεύει η ΕΚΤ στις 19 χώρες-μέλη του ευρώ.
Η αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων, οι κεφαλαιακές ανάγκες που μπορεί να δημιουργήσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες και ο κίνδυνος του bail in αποτελούν το ένα “πόδι” του νέου σχεδιασμού για την προώθηση των τραπεζικών συγχωνεύσεων. Το άλλο “πόδι” ακουμπά στην αδυναμία της νομισματικής πολιτικής να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και για τις χώρες της Ευρωζώνης με τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Όπως μεταφέρουν τραπεζίτες στο “Κ”, ο κεντρικός προβληματισμός των ευρωπαϊκών Αρχών είναι η δημιουργία ενιαίας τραπεζικής αγοράς που προϋποθέτει ενιαίους κανόνες και εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών. Το ζητούμενο πλέον, το οποίο θεωρείται θεμέλιος λίθος για την εφεξής πορεία της Ευρωζώνης, είναι να χτιστεί μία ενιαία τραπεζική αγορά, αφού προηγηθεί απόλυτη κατεδάφιση των παραδοσιακών σχέσεων και δομών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο καθίσταται εμφατική και απόλυτη στην Ελλάδα η σύνδεση “κόκκινων” δανείων – εταιρικής διακυβέρνησης.
Στην ομοφωνία περί ενιαίων τραπεζικών κανόνων έρχεται να προστεθεί εσχάτως και ο φόβος της προοπτικής του bail in (εξυγίανση των τραπεζών από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες τους). Και αυτό διότι σε περίπτωση κεφαλαιακών αναγκών, άλλες τράπεζες θα μπορούσαν να βρουν εύκολα κεφάλαια από τις αγορές, αλλά για άλλες θα ήταν αδύνατον, ρισκάροντας καταστροφικές συνέπειες για τους μετόχους και τους καταθέτες τους.
Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται ότι η ασκούμενη νομισματική πολιτική δεν λειτουργεί ισομερώς για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, εις βάρος της επιδιωκόμενης πιστωτικής επέκτασης. Οι πιο ισχυρές χώρες απολαμβάνουν τα οφέλη του φθηνού χρήματος που απορρέουν από το QE, οι αδύναμες είναι αποκλεισμένες από αυτό.
Για να σπάσει αυτός ο αποκλεισμός ρευστότητας και να μπορέσει να λειτουργήσει η ενιαία τραπεζική αγορά, μόνος τρόπος είναι η διοχέτευση του φθηνού χρήματος από τις ισχυρές τράπεζες προς τις αδύναμες. Κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με συμμετοχή των ισχυρών τραπεζών στο τραπεζικό σύστημα των αδύναμων χωρών μέσω της απόκτησης εθνικών τραπεζών που προηγουμένως θα έχουν εξυγιανθεί και συγχωνευθεί με άλλες στη δική τους αγορά.
Νένα Μαλλιάρα (Το κεφάλαιο)