Οι προβλέψεις μας για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών κεφαλαιαγορών είναι αρκετά θετικές. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος να τεθούν σε αμφισβήτηση λόγω του εμπορικού πολέμου που «κήρυξε» ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Η αποστροφή του για τους διεθνείς κανόνες και τους συμμάχους της χώρας του καλλιεργεί κλίμα αβεβαιότητας και αυτό δεν ευνοεί το επιχειρείν.
Πέραν των άμεσων δυσμενών συνεπειών για καταναλωτές και εταιρείες, οι περιορισμοί του διεθνούς εμπορίου μπορούν να δυσχεράνουν τη λειτουργία της προμηθευτικής αλυσίδας, να ανακόψουν την καινοτομία και να κατευθύνουν τους πόρους σε λιγότερο παραγωγικές δραστηριότητες.
Ωστόσο, παραμένουμε συγκρατημένα αισιόδοξοι για το ότι η Ευρωζώνη, ύστερα από την τωρινή μικρή της επιβράδυνση, θα ανακάμψει και θα έχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 2%. Ο λόγος είναι πως δεν περιμένουμε από τον κ. Τραμπ να υλοποιήσει τις χειρότερες από τις απειλές του. Επιπλέον, προσδοκούμε οι επιχειρήσεις να προσαρμοστούν βαθμιαία στη νέα κατάσταση.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι αποδόσεις των ομολόγων θα ενισχυθούν όπως και το ευρώ, ενώ ανοδικά θα κινηθούν και οι μετοχές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρξει υποτονική πορεία.
Ολα θα κριθούν από το εάν, τελικώς, η Ουάσιγκτον προχωρήσει όντως στην επιβολή δασμών στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων συνολικής αξίας 62 δισ. δολαρίων. Χθες διοργανώθηκε από το υπουργείο Εμπορίου δημόσια ακρόαση με τη συμμετοχή περισσότερων από σαράντα αμερικανικών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στην αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς και ξένων διπλωματών. Στη συνέχεια, το υπουργείο θα αποφανθεί εάν τα εισαγόμενα αυτοκίνητα συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και εάν θα επιβληθούν τιμωρητικοί δασμοί. Εμείς προβλέπουμε πως οι δασμοί απλώς θα χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, όμως, θα απαντήσουν ακαριαία με αντίποινα και οι Ευρωπαίοι, οπότε και θα μεταθέσουμε την προβλεπόμενη ανάκαμψη του 2% για την Ευρωζώνη από τα τέλη του 2018 στο 2019.
Μέχρι στιγμής το άμεσο κόστος του προστατευτισμού του Αμερικανού προέδρου είναι πολύ περιορισμένο. Οι τιμωρητικοί δασμοί, που επέβαλε, σε εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα συνολικής αξίας 37 δισ. δολαρίων και στον χάλυβα και στο αλουμίνιο, που εισάγεται από την Ε.Ε. και είναι συνολικής αξίας 7,7 δισ. δολαρίων, θα αποφέρουν σε έσοδα σχεδόν 11 δισ. δολάρια, όσο το 0,05% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ενδεχομένως, το να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ δασμούς σε ξένες εταιρείες, που πωλούν περισσότερα αγαθά στις ΗΠΑ από όσα οι δικές του εταιρείες, να αποδεικνύεται ένα μέτρο δημοφιλές για τους ψηφοφόρους του. Οσο για τις επιπτώσεις των δασμών αυτών σε καταναλωτές και επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, είναι τόσο γενικευμένες, ώστε να μην τις προσέχει κανείς. Αλλά τα αντίμετρα των ξένων χωρών μπορεί να έχουν ισχυρότερο αντίκτυπο. Από πλευράς μας, πιστεύουμε ότι το ενδεχόμενο να απαντήσουν με αντίμετρα η Ε.Ε. και η Κίνα θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον κ. Τραμπ. Και αυτός είτε θα κλείσει σχετική συμφωνία με την Κίνα ή και με την Ε.Ε., ώστε να εντυπωσιάσει τους ψηφοφόρους του πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, είτε θα συμμετάσχει σε σοβαρές διαπραγματεύσεις μαζί τους, χωρίς να επιβάλει δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα στο μεσοδιάστημα.
HOLGER SCHMIEDING*
* Ο κ. Holger Schmieding είναι επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg Bank.