Η Ελλάδα μοιάζει με ένα κομμάτι μέταλλο που βρίσκεται πάντοτε στη μέση δύο πολύ ισχυρών μαγνητών. Ο ένας την τραβάει προς τη Δύση, θεσμικά, οικονομικά, πολιτισμικά. Ο άλλος την καθηλώνει στις βαλκανικές της ρίζες και στην Ανατολή. Πρόκειται για μια παλιά ιστορία, που κρατάει από τη γένεση του νέου ελληνικού κράτους. Κάνουμε κύκλους, συνεχώς. Κάποτε παίρνει το πάνω χέρι ο μαγνήτης που μας σπρώχνει προς τον Βορρά, κάποτε αυτός που μας απομακρύνει από τη Δύση προς τον άγριο και απρόβλεπτο Νότο.
Οι δυνάμεις της αδράνειας έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα πως απευθύνονται πάντοτε στο θυμικό. Κολακεύουν τον λαό ως περιούσιο, για να τον πείσουν ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. «Ελα μωρέ, μια χαρά είναι η Ελλαδίτσα μας», είναι το μότο τους.
Δίνουν μάχες για τα κεκτημένα ολιγαρχών, κοτζαμπάσηδων, συντεχνιών, στο όνομα μιας απροσδιόριστης ελληνικής ιδιαιτερότητας. Πώς το έλεγαν την εποχή του Χαρ. Τρικούπη; «Δεν θέλουμε κράτος ρωλόγι, αυτά είναι για τους Αγγλους που είναι σκυλολόγι».
Σήμερα βρισκόμαστε σε κρίσιμο σημείο. Ο λαός μας είναι εξαντλημένος, απελπισμένος. Ενα μεγάλο κομμάτι του έχει θυμώσει πολύ με τη Δύση και θεωρεί ότι δεν του προσφέρει πια ασφάλεια και εγγυημένη ευημερία. Ο μαγνήτης της Δύσης έχει, επίσης, χάσει κάμποσο από τη λάμψη του και δεν είναι και σίγουρο προς τα πού σε πάει. Η Αμερική περνάει βαθιά κρίση και δείχνει συμπτώματα έντονης παρακμής. Η Ευρώπη συγκλονίζεται από ένα πρωτόγνωρο τσουνάμι λαϊκισμού, εθνικισμού και ευρωσκεπτικισμού. Κι εμείς στη μέση.
Δεν νομίζω ότι η χώρα έχει ξαναβρεθεί, εν τω μεταξύ, στο επίκεντρο τόσο μεγάλων τεκτονικών πιέσεων. Αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα μια οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο, μια κλιμακούμενη ένταση με την Τουρκία και διογκούμενα προβλήματα εσωτερικής ασφάλειας. Μη βλέπετε που έχουμε συνηθίσει στη γλυκιά σαπίλα της παρακμής μας. Γίνονται μεγάλα πράγματα που φαίνονται μικρά, από συνήθεια, γύρω μας. Τα σπασμένα και καμένα τρόλεϊ μπορεί να μην έχουν καμία φαινομενικά σχέση με το θέμα των «γκρίζων ζωνών» και τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Αποτελούν, όμως, διαφορετικές πτυχές μιας συνολικής αποσύνθεσης.
Παραδοσιακά η χώρα έβγαινε από παρόμοιες κρίσεις χάρη σε ένα συνδυασμό παραγόντων που λειτουργούσαν αρμονικά: μια αστική τάξη εντός Ελλάδος με όραμα και πίστη στη χώρα, μια Διασπορά που έδινε τη φιλοδοξία και το όραμα, και ξένες δυνάμεις που ενδιαφέρονταν να πάει μπροστά ο τόπος.
Ενα μεγάλο μέρος της εγχώριας αστικής τάξης είναι ντροπή να θεωρεί ότι είναι αστική ή ότι αποτελεί καν τάξη. Πρόκειται για άξιους συνεχιστές των Πελοποννήσιων κοτζαμπάσηδων. Ενδιαφέρονται μόνο για το πώς μπορούν να «λαδώνουν» για να βγάζουν κάνα φράγκο παραπάνω. Η Διασπορά δεν μας καταλαβαίνει και, φοβούμαι, μόνο μια εθνική κρίση θα τη συγκινούσε και θα την έφερνε πάλι κοντά μας. Και οι παραδοσιακές Μεγάλες Δυνάμεις υφίστανται τη δική τους περιπέτεια και παρακμή.
Πού θα βρούμε, λοιπόν, τη δύναμη να αντισταθούμε στη διαρκή, πιεστική γοητεία του... μαγνήτη του Νότου; Ισως στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, που θα ξυπνήσει το κοιμώμενο εθνικό παραγωγικό φιλότιμο και με την κατάλληλη ηγεσία θα ανακόψει την κατρακύλα.
Καθημερινή (Αλέξης Παπαχελάς)