Κάπου εκεί , όμως, συνειδητοποίησα ένα μικρό παράδοξο: οδηγούσα ολομόναχος.
Το Σαββατοκύριακο βρέθηκα να οδηγώ στην εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας. Κατευθυνόμουν προς Βόλο για επαγγελματικούς λόγους. Η τρίωρη (και κάτι) διαδρομή είχε δύο μικρά απρόοπτα. Κατ’ αρχάς, την καταρρακτώδη βροχή, το πρωί του Σαββάτου. Εως τη Μαλακάσα, ο καιρός είχε κλείσει επικίνδυνα. Μια πυκνή, γκρίζα «κουρτίνα» είχε περικυκλώσει το αυτοκίνητο, οδηγούσα με ορθάνοιχτα φώτα στις έντεκα το πρωί και με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν στο φουλ.
Μετά τη Μαλακάσα, όμως, σαν να έστρωσε λίγο η δύσκολη αυτή κατάσταση. Η βροχή δεν σταμάτησε εντελώς αλλά έγινε πιο συμβατική. Μέχρι που σβήσαμε και τα φώτα. Μετά την Αρκίτσα, και κυρίως μετά τον Αγιο Κωνσταντίνο, ένιωθες το οδόστρωμα πιο σταθερό.
Κάπου εκεί, όμως, συνειδητοποίησα ένα μικρό παράδοξο: οδηγούσα ολομόναχος. Κάπου κάπου ένα φορτηγό και κανένα Ι.Χ. αλλά σποραδικά, σπάνια θα έλεγα. Καμία προσπέραση – όπως επίσης κανένας κίνδυνος, φαινομενικά τουλάχιστον. Πραγματικά, σε πολλά σημεία και για κάμποσα λεπτά οδηγούσα εντελώς μόνος λες και ήταν τέσσερις το πρωί, ακούγοντας το τελευταίο άλμπουμ του Μπράιαν Ινο, το «Reflection», το οποίο έκανε το τοπίο ολόγυρα, έτσι δίχως ψυχή ζώσα, να μοιάζει αλλόκοτο, γοητευτικό μα και απόκοσμο. Κι όμως, ήταν δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου.
Οταν το ίδιο βράδυ μοιράστηκα αυτή την ελαφρώς παράξενη εμπειρία μου με Βολιώτες και Λαρισαίους φίλους, μου είπαν ότι αυτή η οδική μοναξιά στις εθνικές οδούς ήταν πια κάτι συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια. «Οι περισσότεροι προτιμούν τους παραδρόμους και τις παλιές εθνικές οδούς», μου είπαν. «Εκεί θα βρεις μια χαρά κίνηση». Με άλλα λόγια, όσο μπορούν οι οδηγοί στην επαρχία αποφεύγουν τα διόδια – τα οποία είναι πάρα, μα πάρα, πολλά (και ακριβά). «Κάποιοι άλλοι έχουν απλώς κόψει τις πολλές μετακινήσεις, για οικονομικούς λόγους», πρόσθεσαν.
Πέρυσι, τέτοια εποχή περίπου, είχα ταξιδέψει οδικώς στην Πάτρα και τη Ναύπακτο, επίσης για επαγγελματικούς λόγους. Πέρα από το μαρτύριο της Κορίνθου - Πατρών (αυτό το όνειδος), μου έμεινε και τότε μιαν ανάλογη αίσθηση ερημιάς όταν όμως διέσχιζα την περίφημη γέφυρα στο Ρίο. Οπως μου εξήγησαν φίλοι από τη Ναύπακτο, οι περισσότεροι προτιμούν τα φέρι. Τα τελευταία χρόνια – κλασικά. Διέπραττα λοιπόν μια (μικρή;) πολυτέλεια χωρίς να το καταλάβω. Οπως και το περασμένο Σαββατοκύριακο, ως φαίνεται.
Δεν είναι τεκμηριωμένες, φυσικά, αυτές οι απόψεις. Η ουσία όμως παραμένει: όσο βυθιζόμαστε μέσα στην κρίση, τα ανακλαστικά μας γίνονται όλο και πιο περίεργα. Οπως περίεργα ήταν και την εποχή της αφθονίας: αλόγιστη, επιδεικτική σπατάλη σχεδόν στα πάντα. Με έναν τρόπο παιδιάστικο σχεδόν. Η εποχή της αστακομακαρονάδας δεν περιορίστηκε μονάχα στο πεντανόστιμο πιάτο. Οπως η εποχή της κρίσης δεν περιορίζεται στο κλείσιμο των καλοριφέρ σε εκατοντάδες πολυκατοικίες της πρωτεύουσας.
Στην πραγματικότητα, δεν εξοικονομείς πολλά με αυτά τα ημίμετρα. Περισσότερο επιβαρύνεις κι άλλο την ψυχολογία σου. Κι όσο κρατάει αυτή η ατμόσφαιρα, τόσο η ψυχολογία πέφτει, αναπόφευκτα. Σε αντίθεση με τους πολέμους, όπου τα πάντα εκτονώνονται βίαια και ξεθυμαίνουν σχετικά γρήγορα, οι οικονομικές κρίσεις κρατούν περισσότερο. Π.χ., ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκεσε 4 χρόνια, ο Β΄ Παγκόσμιος 5 με 6. Η σημερινή κρίση μετράει ήδη επτά έτη. Και συνεχίζεται.
Οι κρίσεις διαβρώνουν δίχως αίμα (πολύ αίμα έστω), ωστόσο διαβρώνουν βαθιά και η σκουριά που αφήνουν δεν φεύγει εύκολα μετά. Το σκεφτόμουν επιστρέφοντας το πρωί της Κυριακής. Βλέπετε, ήμουν ξανά ολομόναχος για κάμποσα χιλιόμετρα ακούγοντας και πάλι τον υποβλητικό Μπράιαν Ινο. Μικρές πολυτέλειες.
Ηλίας Μαγκλίνης (Καθημερινή)