Του Πάνου Λώλου*
Η βεβαιότητα δεν είναι αναγκαία. Είναι, όμως, ικανή συνθήκη επιτυχίας στο επιχειρείν, και ειδικά όταν σχεδιάζονται και αναλαμβάνονται επενδύσεις. Κανένας επιχειρηματικός κλάδος δεν διέπεται από απόλυτη βεβαιότητα, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους ως προς το κατά πόσον βασίζονται σε σταθερές ή διέπονται από ρίσκο, το οποίο έχει να κάνει με το εξωτερικό περιβάλλον της επιχείρησης ή τον κλάδο αυτόν καθαυτόν.
Η Ελλάδα έχει να παρουσιάσει λίγους διεθνώς ανταγωνιστικούς κλάδους, αλλά όταν αυτό συμβαίνει, όπως στην περίπτωση της βιομηχανίας και συγκεκριμένα της μεταποίησης, οφείλεται σε έναν βασικό λόγο που έχει να κάνει με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που διέπει από τη φύση του τον δευτερογενή τομέα της παραγωγής. Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός ενέχει σημαντική βεβαιότητα, που προκύπτει από τα χαρακτηριστικά των διαφόρων μεταποιητικών κλάδων και την ανάγκη σταθερότητας σε επίπεδο συμφωνιών κόστους, ανάπτυξης προϊόντων, προμηθειών, εφοδιαστικής αλυσίδας κ.ά.
Σε αντίθεση με άλλους κλάδους της οικονομίας, η τελική ζήτηση για μεταποιητικά προϊόντα διακρίνεται από σχετικά σταθερή ζήτηση που δεν επηρεάζεται εύκολα από τους βιομηχανικούς παραγωγούς. Οι σύγχρονες βιομηχανίες πρέπει να επιδιώκουν την καινοτομία, ειδικά σε εξόχως ανταγωνιστικούς κλάδους, αλλά συχνότερα μάχονται για την αύξηση μεριδίων σε υφιστάμενες αγορές με βάση το κόστος ή τη διαφοροποίηση που μπορούν να επιτύχουν. Και οι δύο συντελεστές επιτυχίας βασίζονται σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που εδράζεται στη σχετική βεβαιότητα αυτού του τομέα παραγωγής, πράγμα που οι πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις καταφέρνουν να αξιοποιούν στο έπακρο.
Ταυτόχρονα, η μεταποίηση εμπεριέχει σχετική βεβαιότητα που εδράζεται σε μια σειρά από παράγοντες, όπως ο ευχερής προσδιορισμός της αγοράς, η αλληλεξάρτηση πελάτη-προμηθευτή και η σχετική αδράνεια που προκύπτει με την παρέλευση του χρόνου, η παραμετροποίηση των βιομηχανικών προϊόντων στο πλαίσιο των αναγκών που διέπουν τους πελάτες και η περιορισμένη αλλά όχι ανύπαρκτη επίδραση της διαφήμισης στους βιομηχανικούς πελάτες. Ο σημαντικότερος, όμως, παράγοντας σταθερότητας εμπεριέχεται στο γεγονός ότι οι τιμές σε σχέση με τις μονάδες παραγωγής πρέπει να μη μεταβάλλονται σημαντικά και άρα να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή βεβαιότητα για το μέλλον και μάλιστα σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση. Οι πολιτικές, θεσμικές, οικονομικές, καταναλωτικές ή ακόμη και περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν τη μεταποίηση συνήθως σε μακροπρόθεσμη βάση, πράγμα που διευκολύνει την ευχερέστερη ανάληψη πρωτοβουλιών αντιμετώπισης των κινδύνων που απορρέουν από αυτές σε περίπτωση μεταβολών.
Η χώρα μας στηρίζεται διαχρονικά σε κλάδους που, όπως αποδείχθηκε από την πρόσφατη εμπειρία, επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό θετικά ή αρνητικά από τις μεταβολές στο διεθνές και το εγχώριο οικονομικό περιβάλλον, αντίστοιχα. Παράδειγμα θετικής επιρροής είναι ο τουρισμός, ενώ παράδειγμα αρνητικής επιρροής είναι ο κλάδος του λιανεμπορίου. Η μεικτή αυτή εικόνα δημιουργεί ερωτήματα από μόνη της ως προς τη μελλοντική αναγκαιότητα αυτού του παραγωγικού μοντέλου, το οποίο διέπεται από έλλειψη σχετικής σταθερότητας. Μια χώρα που υπέστη τέτοια οικονομική αφαίμαξη ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ και δραστικές μειώσεις των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, χρειάζεται πιο αξιόπιστες προοπτικές που μόνο η μεταποίηση μπορεί να προσφέρει.
Επιπρόσθετα, η μεταποίηση στηρίζεται κατ’ εξοχήν σε ιδιωτικές επενδύσεις, πράγμα που ουδόλως επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ οποιεσδήποτε δημόσιες επενδύσεις απαιτούνται προκειμένου να καταστεί το έργο της ευχερέστερο, όπως αυτοκινητόδρομοι, λιμάνια και ύδρευση, έχουν σημαντικό τοπικό αποτύπωμα και πολλαπλασιαστικό όφελος για την εθνική οικονομία, μια και αφορούν έργα υποδομής που εμπίπτουν σε στρατηγικά προγράμματα επενδύσεων που μπορούν να συγχρηματοδοτηθούν από τρίτες πηγές. Οι παρεμβάσεις που ευνοούν την ανάδειξη της μεταποίησης ως ενός δυναμικότερου κλάδου της ελληνικής οικονομίας, πέραν της τρέχουσας χρηματοοικονομικής συγκυρίας, είναι καθαρά ρυθμιστικού χαρακτήρα. Ενέργεια, αδειοδοτήσεις και άρση αντικινήτρων, σε μια σειρά από κανονιστικού πλαισίου παράγοντες, είναι ζητήματα που μπορούν και πρέπει να προσεγγιστούν σε μακροπρόθεσμη προοπτική, ευνοώντας την ανάδειξη της μεταποίησης ως ενός ανταγωνιστικού κλάδου για την ελληνική οικονομία σε σταθερή βάση και χωρίς συγκρούσεις προτεραιοτήτων που, ούτως ή άλλως, η αγορά ρυθμίζει με αρκετά ευέλικτο τρόπο. Η μεταποίηση προσφέρει εχέγγυα βεβαιότητας που δεν πρέπει να αγνοηθούν.
* Ο κ. Πάνος Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη.