Ενα από τα δύσκολα πράγματα στις προβλέψεις για το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία των ΗΠΑ τους επόμενους μήνες είναι το ότι δύο πεδία της δίνουν εντελώς διαφορετικά μηνύματα. Οι Αμερικανοί καταναλωτές συνεχίζουν να κάνουν αγορές, συμβάλλοντας στη ρωμαλέα ανάπτυξη το πρώτο εξάμηνο τρέχοντος. Στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, το υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ότι η κατανάλωση αυξήθηκε 0,4% τον Μάιο, ενώ το ατομικό εισόδημα κατά 0,5%. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις δείχνουν απαισιόδοξες, υποδηλώνοντας ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί ή θα περισταλεί. Ισως ακόμα πιο ανησυχητικές να είναι οι ενδείξεις για το μέλλον. Πάμπολλες έρευνες για την επιχειρηματική δραστηριότητα φανερώνουν κάμψη, ενώ ειδικά στη μεταποίηση φαίνεται πως έρχονται δύσκολες ημέρες. Αποτέλεσμα είναι ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές καλούνται να επωμισθούν το βάρος να διατηρήσουν την οικονομία σε κατάσταση τέτοια, ώστε να αποτρέψουν δραστική αποδυνάμωση ή ύφεση.
Λόγου χάριν, το τρίμηνο Απριλίου - Ιουνίου, σύμφωνα με τις προβλέψεις της εταιρείας ερευνών Macroeconomic Advisers, η ατομική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί 3,7% σε ετήσια βάση, ενώ οι δαπάνες των επιχειρήσεων σε υποδομές και εξοπλισμό θα υποχωρήσουν 4,6% και 4,4% αντίστοιχα σε ετήσια βάση. Με αυτά κατά νουν, η οικονομία θα αναπτυχθεί συγκρατημένα κατά 2%. Στην εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας υπάρχουν σε αρχικό στάδιο κάποια στοιχεία, που ίσως βελτιώσουν τις προοπτικές για τη δραστηριότητα των εταιρειών. Βέβαια, η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας είναι πλέον η μεγαλύτερη σε διάρκεια, που έχει καταγραφεί στην ιστορία, συμπληρώνοντας δεκαετία. Με το δεδομένο αυτό η αποσύνδεση της πλευράς των καταναλωτών από αυτήν των επιχειρήσεων τελικά θα καταλήξει σε σύγκλισή τους. Το μέγα ερώτημα για την οικονομία των ΗΠΑ το 2020 έγκειται στο πώς θα επέλθει η σύγκλιση αυτή.
Η πιο αισιόδοξη προσέγγιση θέλει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κόσμος των επιχειρήσεων να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και μόνον, και ίσως σε αυτό βοηθήσει η αποκλιμάκωση στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου. Η δε εγχώρια ζήτηση σύντομα θα συνδράμει τις επιχειρήσεις να κάνουν μια στροφή και να επανέλθουν σε τροχιά αύξησης πωλήσεων. Εάν ακολουθήσει κανείς πιο απαισιόδοξη προσέγγιση, η αποδυνάμωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και το κόστος του εμπορικού πολέμου θα οδηγήσει τους εργοδότες να «παγώσουν» τις προσλήψεις.
Κάτι τέτοιο θα καταστήσει πιο επιφυλακτικούς τους εργαζομένους ως προς τις δαπάνες τους, με αποτέλεσμα μια ευρύτερη εξασθένηση της οικονομίας. «Αναμένουμε σταδιακή αποθέρμανση της οικονομίας», επισημαίνει η Λίντια Μπουσούρ, ανώτατη οικονομολόγος στην Oxford Economics. «Ενα μέλημά μας είναι ότι η αβεβαιότητα λόγω διεθνούς εμπορίου μπορεί να επηρεάσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των εταιρειών, οπότε, σε μία τέτοια περίπτωση, θα αρχίσουμε να βλέπουμε τον αντίκτυπο στην οικονομία και μία εμφανέστερη επιβράδυνση». Εν τω μεταξύ, και σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις που αφορούν τους καταναλωτές, διαμορφώνεται μια εικόνα όχι τόσο ενθαρρυντική.
Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν για το καταναλωτικό κλίμα δείχνει ότι οι προσδοκίες των Αμερικανών για το μέλλον εξασθενούν. Ο δείκτης υποχώρησε στις 89,3 μονάδες από τις 93,5 μονάδες του Μαΐου. Αλλά υπάρχει και μία θετική νότα, χάρις στις πρόσφατες εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές και στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Στις αρχές Ιουνίου φαινόταν πως θέλει να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια. Σήμερα ετοιμάζεται να προβεί σε μείωσή τους και αυτή η απόφαση ενδεχομένως να ληφθεί στα τέλη Ιουλίου. Οταν γνωστοποίησε τις προθέσεις της, οι κεφαλαιαγορές κινήθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αισθανθούν καλύτερα οι καταναλωτές. Τέλος, αναφέρεται ότι από τις αρχές του χρόνου το αμερικανικό χρηματιστήριο έχει άνοδο 17%.
NEIL IRWIN / THE NEW YORK TIMES