Δεν μου προκάλεσε καμία έκπληξη όταν οι υποψήφιοι πρόεδροι των Δημοκρατικών άρχισαν να προωθούν τη φορολόγηση των πλουσίων. Αυτό που με εξέπληξε ήταν οι αντιδράσεις που δέχτηκαν από όσους θα έπρεπε να υποστηρίζουν οτιδήποτε ωθεί τις ΗΠΑ προς ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα.

Οταν ξεκίνησα τις σπουδές μου στα οικονομικά, έμαθα ότι υπάρχουν τρεις αρχές όσον αφορά τη φορολόγηση. Η πρώτη αρχή είναι η διαρκής διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ώστε να μπορεί κανείς να πετύχει τον εισοδηματικό στόχο εφαρμόζοντας τον χαμηλότερο δυνατό φορολογικό συντελεστή. Η δεύτερη αρχή είναι η επιβολή φορολογίας σε είδη τα οποία έχουν ανελαστική ζήτηση, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τα αποτελέσματα του φορολογικού συστήματος στις ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες. Τέλος, θα έπρεπε να επιβληθεί μεγαλύτερη φορολογία σε όσους επηρεάζονται λιγότερο από το φορολογικό κόστος, δηλαδή στους πλουσίους.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις τρεις αρχές, ποια είναι η μεγαλύτερη φορολογική βάση για τη φορολόγηση των πλουσίων; Φυσικά, η περιουσία τους. Και ποιο πράγμα είναι λιγότερο διατεθειμένοι να θυσιάσουν οι πλούσιοι, ώστε να μειώσουν το φορολογικό τους βάρος; Φυσικά, η περιουσία τους. Δεδομένων αυτών των βασικών αρχών, είναι προφανές από τεχνοκρατική σκοπιά ότι το φορολογικό σύστημα θα έπρεπε να περιλαμβάνει ένα δομικό στοιχείο: τη συνάρτηση περιουσίας με τη φορολογία. Ακόμη και όσοι υποστηρίζουν μακροπρόθεσμα τη φορολόγηση του εισοδήματος από την εργασία, φαίνεται πως αποδέχονται ότι η επιβολή κάποιου μέτρου φορολόγησης των πλουσίων θα έπρεπε βραχυπρόθεσμα να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα.

Γι’ αυτόν τον λόγο εξεπλάγην όταν άκουσα ότι έξυπνοι και λογικοί άνθρωποι, που ενδιαφέρονται για το κοινό καλό, αντιδρούν στις προτάσεις της Ελίζαμπεθ Γουόρεν, του Μπέρνι Σάντερς και άλλων. Θα ήταν «απλούστερο και πιο συνετό» να διορθωθούν «ο φόρος εισοδήματος και ο φόρος ιδιοκτησίας» παρά να επιβληθεί φορολογία των πλουσίων, σύμφωνα με τον Αλαν Βάαρντ, του κορυφαίου συντηρητικού think tank American Enterprise Institute. Ομοίως, ο Γουίλιαμ Γκέιλ του Brookings Institution είναι υπέρ της επιβολής υψηλότερης φορολογίας στους πλουσίους, αλλά δηλώνει ότι «για πολλούς λόγους δεν είναι έτοιμος ακόμη να υποστηρίξει πλήρως τη φορολόγηση των πλουσίων». Επίσης, ο Καρλ Σμιθ από το Tax Foundation πιστεύει ότι η φορολόγηση των πλουσίων θα «υπονόμευε την ισχύ του αμερικανικού καπιταλισμού».

Επιπλέον, όταν δύο οικονομολόγοι παρουσίασαν την πρότασή τους για φορολόγηση των πλουσίων σε συνέδριο του Brookings Institution, πολλοί ανησύχησαν πως μία τέτοια πολιτική θα εμπόδιζε τους Αμερικανούς να προβούν σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις. Αλλοι φοβούνται πως αυτός ο φόρος θα ωθούσε τους πλουσίους να προσλάβουν λογιστές, δικηγόρους και άλλους ανθρώπους, που στελεχώνουν τη βιομηχανία της φοροαποφυγής ή φοροαπαλλαγής. Ο οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λόρενς Σαμερς προειδοποιεί ότι η φορολόγηση των πλουσίων θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή του χρήματος στην πολιτική σκηνή, υποστηρίζοντας ότι οι πλούσιοι δεν διατηρούν τις περιουσίες τους για να τις κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές. Αντιθέτως, θα προτιμήσουν να τις ξοδέψουν εδώ και τώρα, προκειμένου να διαμορφώσουν την κοινωνία.

Ο Σάμερς θεωρεί ότι η προώθηση του φόρου επί της περιουσίας των πλουσίων είναι αντιπερισπασμός: «Οι προοδευτικοί επενδύουν ενέργεια σε μία πρόταση, την οποία το ανώτατο δικαστήριο κατά πάσα πιθανότητα θα απορρίψει ως αντισυνταγματική. Μου φαίνεται ότι ενδεχομένως θυσιάζουν μια τεράστια ευκαιρία». Τέλος, η Τζάνετ Χόλτζμπλατ από το αμερικανικό Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής (Tax Policy Center) σημειώνει ότι ο φόρος θα μπορούσε να συνοδεύεται από «επικίνδυνη εφαρμογή και διοικητικά εμπόδια».

J BRADFORD DELONG / SOCIAL EUROPE