Όσο θα προχωράμε προς τον Αύγουστο τού 2018 –περίοδος όπου θα έχει τελειώσει το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και θα βρίσκονται στο φόρτε τους «τα μπάνια του λαού»– μοναδικό μέλημα του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα θα είναι η διατήρηση του Σύριζα σε διψήφιο ποσοστό πάνω από 20%, με παράλληλη καθήλωση της ΝΔ στο σημερινό δημοσκοπικό της ποσοστό που κυμαίνεται από 30% έως 35%. Την ίδια περίοδο, ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς του θα μεθοδεύουν την απεμπλοκή τους από τους ΑΝΕΛ, οι οποίοι, όποτε και αν γίνουν οι προσεχείς εκλογές, ως φαίνεται θα μείνουν εκτός Βουλής.
Πέρα όμως από αυτούς τους πολιτικούς σχεδιασμούς, η κυβέρνηση Συριζανέλ θα αφήσει μία πολύ βαρειά κληρονομιά στους διαδόχους της, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Γιατί, όμως;
Επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά ότι η συζήτηση για το αν η Ελλάδα μπορεί να βγει «καθαρή» και άρα χωρίς «δεκανίκια» από τα μνημόνια έχει ανοίξει για καλά και θα συνεχίζεται, υπό διάφορες μορφές, μέχρι το προσεχές καλοκαίρι. Στο πλαίσιο αυτό, όμως, όσοι μπορούν να δουν την πραγματικότητα όσο καθαρότερα γίνεται, καταλαβαίνουν ότι η ελληνική οικονομία, για ποικίλους λόγους, είναι δύσκολο αλλά και επικίνδυνο να σταθεί μόνη της στα πόδια της.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το πολύ απλό γεγονός ότι χρωστάμε 332 δισεκατομμύρια ευρώ και περίπου το 80% του ποσού αυτού είναι χρέος προς τον «επίσημο τομέα», δηλαδή τα κράτη της Ευρώπης και το ΔΝΤ. Άρα οι δανειστές θέλουν να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους και θα μάς έχουν υπό αυστηρό έλεγχο ακόμα και μετά τα μνημόνια. Επίσης, οι κυβερνήσεις που μάς έχουν δανείσει, για οποιαδήποτε χαριστική ενέργειά τους έναντι της Ελλάδος θα πρέπει να λογοδοτήσουν στους πολίτες τους –κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο. Θα πρέπει συνεπώς να το αποκρύψουν.
Ο άλλος προφανής λόγος είναι ότι δεν μπορούμε να δανειστούμε από τις αγορές με φυσιολογικά επιτόκια. Οι επενδυτές θα ζητήσουν χαμηλό τόκο για να δανείσουν την Ελλάδα μόνον αν το χρέος της είναι βιώσιμο και ταυτοχρόνως η χώρα μας αποδείξει ότι αλλάζει, μεταρρυθμίζει την οικονομία της, βελτιώνει τους θεσμούς και δεν επιστρέφει στα χρόνια της σπατάλης –με λίγα λόγια, ότι γίνεται μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Κάτι παρόμοιο, ωστόσο, απέχει πολύ από την πραγματικότητα, ιδιαίτερα δε αυτήν που βιώνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όταν διευθύνων σύμβουλος μεγάλες ελληνικής βιομηχανίας με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό μάς ομολογεί ότι στο εξαγωγικό τμήμα της εταιρείας απασχολούνται 5 άτομα και στο λογιστικό 28, γιατί πρέπει καθημερινά να διεκπεραιώνουν αμέτρητες και απίθανες γραφειοκρατικές διαδικασίες, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι για να επιβιώσει η εταιρεία αυτή στον σκληρό διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να …φύγει από την Ελλάδα. «Η κατάσταση δεν υποφέρεται πια», ομολογούν ανώτερα στελέχη της και δεν έχουν άδικο.
Άρα, με ποιες επενδύσεις η χώρα θα μπορέσει να καλύψει το χαοτικό επενδυτικό της έλλειμμα, που πλησιάζει τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2022; Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι επενδύσεις και το ύψος τους παίζουν σημαντικό ρόλο στις αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης. Αυτοί είναι που δίνουν τα «εισιτήρια» για φθηνές αγορές. Θα πρέπει, έτσι, έστω και μία από τις «τρεις αδελφές», όπως αποκαλούνται οι Moody’s, S&P και Fitch, να μάς αναβαθμίσει τόσο ώστε να ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk».
Πόσο πιθανό είναι αυτό και πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει; Έκθεσης της Τράπεζας Πειραιώς, την οποία υπογράφουν οι Ηλίας Λεκκός, Δήμητρα Ρότσικα και Χάρης Γιαννακίδης, δείχνει ότι η Ελλάδα έχει 40% πιθανότητες να προσεγγίσει την επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή πάνω από την κατηγορία «junk», το 2020. Αρκεί να υπάρξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Αυτή είναι η πραγματικότητα από τεχνικής πλευράς και όσοι την παρακάμπτουν ασελγούν εις βάρος της δημοκρατίας. Όπως ακριβώς συνέβη το 2009, όταν ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία, αγνόησε επιδεικτικά και προκλητικά την πραγματικότητα των αγορών υποστηρίζοντας ότι «λεφτά υπάρχουν» –όταν όχι μόνον δεν υπήρχαν, αλλά η Ελλάδα είχε χάσει και την φερεγγυότητά της λόγω της κρίσης τού 2007-2008 της οποίας αφετηρία ήταν η αγορά ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα, παρά την οκταετή παραμονή της χώρας μας υπό επιτήρηση. Οι δομές της, οι θεσμοί της κα το εν γένει επιχειρηματικό της περιβάλλον απέχουν πολύ από τού να εμπνέουν εμπιστοσύνη και, ακόμα χειρότερα, την εγκαταλείπουν επιχειρήσεις και επιστήμονες.
Η μείζων αντιπολίτευση έχει συνειδητοποιήσει αυτά τα πραγματικά προβλήματα της χώρας; Αν ναι, ας βγει ξεκάθαρα να πει τί προτείνει.
Aθανάσιος Παπανδρόπουλος (EBR)