Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα με πολλούς μετανάστες. Παρ’ όλα αυτά έχει αγωνιστεί πολύ για να τους κρατήσει μακριά από το έδαφός της. Το 1924 δεν είχαν περάσει ούτε 40 χρόνια από την τοποθέτηση του Αγάλματος της Ελευθερίας στο βάθρο του, και ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ υπέγραφε νομοσχέδιο για να περιορίσει τη μετανάστευση – το Aγαλμα της Ελευθερίας θεωρείται το σύμβολο της Νέας Υόρκης και της Αμερικής γενικότερα, και είναι το πρώτο πράγμα που αντικρίζουν οι μετανάστες φθάνοντας διά θαλάσσης στις ΗΠΑ. Η προαναφερθείσα νομοθεσία απαγόρευε την είσοδο ξένων από τις περισσότερες χώρες της Ασίας, ενώ μείωσε και κατά το ήμισυ το ύψος των ποσοστώσεων για όσους προέρχονταν από χώρες εκτός αμερικανικής ηπείρου. Συν τοις άλλοις, περιόρισε τους μετανάστες από άλλες χώρες στο 2% επί του συνολικού πληθυσμού των προγόνων τους στις ΗΠΑ κατά το 1890. Ετσι μειώθηκε δραστικά ο μεταναστευτικός πληθυσμός από τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, αλλά όχι από τις χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Θεωρήθηκε ότι οι άνθρωποι της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης, και πολύ περισσότερο οι Αφρικανοί, υστερούσαν πνευματικά και κοινωνικά από τους ντόπιους Αμερικανούς.

Σε έκθεσή του ο ειδικός σε θέματα ευγονικής Χάρι Λάφλιν, ο οποίος το 1922 ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή Μετανάστευσης και Ενσωμάτωσης της Βουλής των Αντιπροσώπων, αναφέρει: «Οσον αφορά τη φυσιολογία, οι σημερινοί μετανάστες έχουν μεγαλύτερη σωματική ρώμη από τον μέσο Αμερικανό, αλλά σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο διαπιστώνουμε ότι έχουν εγγενείς αδυναμίες – και αυτές δεν πρόκειται να απαλειφθούν ούτε με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους ούτε με την εκπαίδευσή τους». Το 1965 το σύστημα των ποσοστώσεων καταργήθηκε και σήμερα η μεταναστευτική νομοθεσία είναι δικαιότερη, πλην όμως η καχυποψία υφίσταται. Ο Ντόναλντ Τραμπ την επανέφερε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, ισχυριζόμενος ότι τα μουσουλμανικά κράτη απειλούν την εθνική ασφάλεια, ότι οι Μεξικανοί είναι έμποροι ναρκωτικών και βιαστές, ότι οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές των Αμερικανών ή ότι επιβαρύνουν τους φορολογουμένους επιβιώνοντας με προνοιακά επιδόματα. Ωστόσο, σήμερα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι αυτή η καχυποψία διατυπώνεται και από ορισμένους οικονομολόγους. Πιο ένθερμος εμφανίζεται ο Πολ Κόλιερ, διακεκριμένος Βρετανός οικονομολόγος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με ειδίκευση στα οικονομικά της ανάπτυξης. Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 2013, με τίτλο «Εξοδος: πώς η μετανάστευση αλλάζει τον κόσμο μας», αναφέρει ότι οι μετανάστες μεταφέρουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους στις χώρες υποδοχής τους, οι οποίες και κινδυνεύουν να δουν το κοινωνικό τους μοντέλο να μετασχηματίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνεται μη λειτουργικό.

Ως ένας σύγχρονος Χάρι Λάφλιν, ο έγκριτος οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζορτζ Μπόρζας έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα για την ανάγκη εφαρμογής αυστηρότερης μεταναστευτικής πολιτικής. Διατείνεται, μάλιστα, ότι έχει επιδεινωθεί η ποιότητα των μεταναστών σε σύγκριση με τις παλαιότερες εποχές. Σε ένα βιβλίο του επισημαίνει ότι οι σημερινοί μετανάστες διαφέρουν από τους παλαιότερους, όντας λιγότερο παραγωγικοί από εκείνους. Επιπλέον, κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι άνθρωποι που προέρχονται από τις χώρες του λεγόμενου «παγκόσμιου Νότου» θα μεταφέρουν ένα είδος «μεταδοτικής ασθένειας». Κατά τον Μπόρζας, «μπορούμε να φανταστούμε ότι οι μετανάστες κουβαλούν κάποιες αποσκευές μαζί τους και όταν τις εναποθέσουν στο νέο τους περιβάλλον, αυτές θα βλάψουν την υψηλή παραγωγικότητα του Βορρά». Τέλος, ο κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Πάτναμ, αφενός υπογραμμίζει τις μακροπρόθεσμες ευνοϊκές συνέπειες της μετανάστευσης, αφετέρου παρατηρεί ότι σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η ανομοιογένεια των μεταναστών σε εθνικό, εθνοτικό και πολιτισμικό επίπεδο θέτει σε αμφισβήτηση την κοινωνική αλληλεγγύη και μειώνει το διαθέσιμο κοινωνικό κεφάλαιο.

Καθημερινή EDUARDO ΡORTER / THE NEW YORK ΤIMES