Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η κυβέρνηση Τραμπ βασίζει τον προϋπολογισμό σε εκτιμήσεις για αρκετά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία. Τα προβλεπόμενα ποσοστά είναι σχεδόν διπλάσια συγκριτικά με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ωστόσο, δεν δικαιολογείται αυτή η αισιοδοξία. Φαίνεται ότι υπάρχουν κίνητρα για να ωραιοποιηθεί η δημοσιονομική προοπτική της χώρας.
Φαντάζομαι πως μόνον αυτό μπορεί να περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο που συνεχίζει να επιμένει πως το έγκλημα στις ΗΠΑ έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ, όταν τα επίσημα στοιχεία του ομοσπονδιακού κράτους παρουσιάζουν πτώση σε ιστορικό χαμηλό. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως έχασε τη λαϊκή ψήφο εξαιτίας ψεύτικων λιστών ψηφοφόρων κ.λπ. Στον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ οι αριθμοί διαμορφώνονται ανάλογα με την επιθυμία καθενός. Ολα τα υπόλοιπα είναι ψευδείς ειδήσεις. Η αλήθεια είναι πως αυτό το αδικαιολόγητο θράσος για τα οικονομικά δεδομένα δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του Τραμπ. Αντίθετα είναι κανόνας των Ρεπουμπλικανών. Το ερώτημα είναι γιατί.
Προτού απαντήσω, θα πρέπει να εξηγήσω γιατί είναι αδικαιολόγητη αυτή η υπερβολική αισιοδοξία για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Το επιτελείο Τραμπ διαβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης από 3% έως 3,5% για την επόμενη δεκαετία. Εχει ξανασυμβεί στην αμερικανική οικονομία. Την εποχή του Ρέιγκαν η ανάπτυξη κυμάνθηκε στο 3,4% και την εποχή του Κλίντον έφθασε στο 3,7%. Ομως οι δημογραφικές αλλαγές επί Ρέιγκαν λειτουργούσαν υπέρ της οικονομίας, διότι η μεταπολεμική γενιά έπαιζε τότε ενεργό ρόλο στην οικονομία, προσθέτοντας μία ποσοστιαία μονάδα στο ΑΕΠ. Αυτή η γενιά συνταξιοδοτείται σήμερα. Επιπροσθέτως, οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Κλίντον κληρονόμησαν οικονομίες που βρίσκονταν σε κρίση, με την ανεργία να ξεπερνάει το 7%. Αυτό σήμαινε πως υπήρχαν περιθώρια για ανάπτυξη. Σήμερα, αντίθετα, η ανεργία κινείται κάτω από το 5%, ενώ άλλες ενδείξεις υπονοούν πως η οικονομία προσεγγίζει την πλήρη απασχόληση. Οπότε τα περιθώρια ανάπτυξης περιορίζονται αυτόματα. Ο μοναδικός τρόπος για να ενισχυθεί σημαντικά η ανάπτυξη θα ήταν να αυξηθεί η παραγωγικότητα, δηλαδή το ανά ώρα παραγόμενο προϊόν. Αυτό που θα μπορούσε να συμβεί είναι να κυκλοφορήσουν ξαφνικά ιπτάμενα αυτοκίνητα με αυτόματο σύστημα οδήγησης. Επί του παρόντος, μια τέτοια εκτίμηση είναι εντελώς εξωπραγματική. Μια τόσο μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι εφικτή για να στηριχθεί η οικονομική πολιτική μιας ολόκληρης χώρας σε αυτό το σενάριο.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξεταστεί ο βαθμός άγνοιας για την οικονομία. Η πεποίθηση πως οι φοροαπαλλαγές και η απελευθέρωση των αγορών θα ενισχύσουν θεαματικά την ανάπτυξη δεν είναι μόνον χαρακτηριστικό των κυβερνήσεων Τραμπ και Πούτιν. Ανάλογες θέσεις έχουν διατυπώσει και άλλα μέλη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, όπως ο Πολ Ράιαν. Συν τοις άλλοις, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα το 2013 και η εφαρμογή του συστήματος ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης, του Obamacare, δεν επιδείνωσαν την κατάσταση στην αγορά εργασίας. Δεν έχει σημασία αν η μεγάλη μείωση της φορολογίας στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα έχει θετική επίδραση στην οικονομία. Ούτε αν η εκχώρηση περισσότερων ελευθεριών στους απατεώνες και στους ρυπαίνοντες θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη. Από τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων μπορεί να συμπεράνει κανείς πως δημιουργούνται τα κίνητρα για να ασπαστεί κανείς ένα αποτυχημένο δόγμα. Υπό αυτήν την έννοια, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Δυστυχώς δεν είναι καλύτερος.
PAUL KRUGMAN / THE NEW YORK TIMES