Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει χαρακτηρίσει τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής «αποστολή αποφασιστικής σημασίας» για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ωστόσο θα δυσκολευτεί να φέρει εις πέρας αυτήν την αποστολή κατά τη διάρκεια της οκταετούς θητείας της ως προέδρου στο ισχυρότερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ευρώπης.
Παρότι η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, η στενά καθορισμένη αρμοδιότητα της τράπεζας για σταθερότητα του πληθωρισμού θα μειώσει το περιθώριο ελιγμών της Λαγκάρντ.
Οι κεντρικές τράπεζες δέχονται όλο και μεγαλύτερη πίεση ώστε να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πρωτοστάτες, όπως ο Μαρκ Κάρνεϊ, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας –ο οποίος διορίστηκε ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Δράση και την Οικονομία–, υπερασπίζονται εδώ και χρόνια τις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Φοβούνται ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τεράστιες διακυμάνσεις της οικονομικής ανάπτυξης και σε αύξηση των τιμών των τροφίμων λόγω των καταστροφών στις καλλιέργειες. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω της έκθεσης των τραπεζών σε ορισμένους κλάδους, όπως για παράδειγμα του άνθρακα, οι οποίοι θα πληγούν από τις απαραίτητες για την κλιματική αλλαγή πολιτικές.
Ενώ ο Τζερόμ Πάουελ, διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, δηλώνει ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της κεντρικής τράπεζας, η Λαγκάρντ επιβεβαίωσε αυτή την εβδομάδα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι θα ληφθεί υπ’ όψιν στην αναθεώρηση της πολιτικής της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό. Ωστόσο, διέψευσε τις προσδοκίες όσων ανέμεναν μεγάλες αλλαγές, προβάλλοντας μια σύντομη λίστα θεμάτων προς συζήτηση.
Η ΕΚΤ, η οποία ήδη αγοράζει ομόλογα ύψους 20 δισ. ευρώ κάθε μήνα ώστε να μειώσει το κόστος δανεισμού και να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη θέση της αγοράζοντας περισσότερα πράσινα περιουσιακά στοιχεία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Ωστόσο, η εγκατάλειψη της αρχής της ουδετερότητας απέναντι στην αγορά ενδέχεται να φανεί ριψοκίνδυνη στους μη αιρετούς τεχνοκράτες της ΕΚΤ, να δημιουργήσει αμφιβολία σχετικά με την ανεξαρτησία της τράπεζας και να την αφήσει εκτεθειμένη σε πολιτικές επιθέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη νομισματική της πολιτική.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να λάβει σαφή πολιτική εντολή για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αυτό, όμως, μπορεί να γίνει μέσω αναθεώρησης της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, η οποία απαιτεί συναίνεση καθεμιάς από τις 27 ευρωπαϊκές χώρες και φαίνεται ότι είναι απεχθής στους κεντρικούς τραπεζίτες.
Η τράπεζα έχει ένα μικρό περιθώριο να δράσει νομίμως χωρίς να παραβιάζει τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εφόσον δεν υπάρχει σύγκρουση με την αρμοδιότητά της σχετικά με τον πληθωρισμό. Εάν οι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας λάμβαναν υπ’ όψιν την κλιματική αλλαγή στην αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, η ΕΚΤ θα μπορούσε να επιλέξει μεταξύ αυτών χωρίς να παραβιάζει την αρχή περί ουδετερότητας απέναντι στην αγορά. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο αριθμός των πράσινων περιουσιακών στοιχείων είναι μικρός, ενώ είναι ασαφές το τι θεωρείται πράσινο. Εάν η ΕΚΤ επένδυε περισσότερο σε έναν συγκεκριμένο κλάδο, θα αυξάνονταν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων και η τράπεζα θα κατηγορείτο για παροχή άμεσων επιχορηγήσεων.
Η ΕΚΤ σχεδιάζει την ενσωμάτωση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή στην οικονομική της ανάλυση. Ωστόσο, η μη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής απέναντι στα μέλη του ευρώ σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόφαση βασίζεται στην ενσωμάτωση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να δημιουργήσει έριδες μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες προσεγγίζουν το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο.
BALAZS KORANYI, FRANCESCO CANEPA / REUTERS