Πέρα από μια ριζική ανασυγκρότηση, η χώρα έχει ανάγκη να καταλάβει και σε ποιο οικονομικό περιβάλλον καλείται να πορευθεί
Σκεφτείτε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων που χάνουν την δουλειά τους. Τον οικοδόμο, που μένει άνεργος επειδή κανένας σήμερα δεν ξεκινά να χτίσει σπίτια. Τον επιπλοποιό, που οι πρώην πελάτες του αγοράζουν τώρα καρέκλες από το ΙΚΕΑ. Και τον υπάλληλο στο πρακτορείο ταξιδιών, που απολύθηκε επειδή οι περισσότεροι ταξιδιώτες αγοράζουν τα εισιτήρια στο Διαδίκτυο.
Στην πρώτη περίπτωση η αιτία είναι ότι μειώθηκε η ζήτηση για οικοδομές επειδή κόπηκαν απότομα τα δάνεια προς την ελληνική οικονομία. Η ζήτηση θα ανακάμψει εάν και όταν αυξηθούν πάλι τα εγχώρια εισοδήματα επειδή το κράτος «θα ρίξει χρήμα στην αγορά» (όπως παλιά), ή επειδή κάποιοι άλλοι κλάδοι της οικονομίας θα έχουν πρώτα μεγαλώσει πολύ. Όλος ο δημόσιος διάλογος για την «λιτότητα» έχει εστιαστεί σε αυτού του είδους την ανεργία.
Στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει εγχώρια ζήτηση, αλλά την αγορά την έχουν πάρει οι ξένοι παραγωγοί. Η ανεργία οφείλεται στην χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Για τους πιο σοβαρούς οικονομολόγους, αυτό είναι το κύριο πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε για να αναπτυχθεί η οικονομία. Είναι η περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση», που όλοι οι πολιτικοί λένε ότι επιθυμούν χωρίς να την διευκολύνουν.
Η γενική συνταγή είναι γνωστή: αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση κόστους, μικρές και μεγάλες επενδύσεις. Οι ειδικότερες λύσεις για την Ελλάδα είναι επίσης γνωστές, αλλά λείπει η πολιτική βούληση.
Οι δύο αυτές μορφές ανεργίας έχουν τροφοδοτήσει σε πολλές χώρες μία οικονομική δημαγωγία, σε διάφορες παραλλαγές –του Τραμπ, της Λε Πεν, του Brexit και των δραχμιστών, που υπόσχονται είτε να τυπώσουν χρήμα για να κάνουν δημόσια έργα και προσλήψεις είτε να προστατεύσουν την εγχώρια βιομηχανία βάζοντας εμπόδια στις εισαγωγές.
Η τρίτη μορφή ανεργία πηγάζει από την νέα τεχνολογία. Δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί ισχυρό πολιτικό μέτωπο σε καμμία χώρα για να την αντιμετωπίσει, ούτε αρνητικό, με καταγγελίες και απαγορεύσεις, ούτε θετικό, με ενεργητικά προγράμματα που αξιοποιούν τις δυνατότητες της τεχνολογίας για τους πιο αδύναμους. Οι λαϊκιστές δεν έχουν καταφέρει να κατασκευάσουν εχθρούς με βάση τα κακά της τεχνολογίας, όταν ο κόσμος βλέπει ότι αυτή αυξάνει την πρόσβαση σε πληροφορία και ψυχαγωγία, παρέχει φθηνότερα τρόφιμα και ρούχα, θεραπεύει ασθένειες, προστατεύει το περιβάλλον, περιορίζει την γραφειοκρατία.
Οι κίνδυνοι, όμως, είναι πραγματικοί. Πολλοί οικονομολόγοι ανησυχούν ότι η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ θα εκτοπίσουν τόσο πολλούς ανθρώπους σε τόσο πολλούς κλάδους που θα είναι δύσκολο να βρουν όλοι δουλειά σε νέες δραστηριότητες, όπως είχε γίνει στις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις. Επιπλέον, πολλές από τις νέες δουλειές θα είναι περιστασιακές και κακοπληρωμένες. Το ζήτημα λοιπόν το συζητούν όλο και περισσότερο στις αναπτυγμένες οικονομίες όχι μόνον οι ειδικοί αλλά και οι ενημερωμένοι πολίτες. Μία αφανής ζημιά της κρίσης στην Ελλάδα είναι ότι εμείς το αγνοούμε, καθώς είμαστε απασχολημένοι με την λιτότητα και την ανταγωνιστικότητα.
Στις χώρες που θα αντιμετωπίσουν θετικά την πρόκληση, η λύση θα έχει τουλάχιστον τρία στοιχεία:
Πρώτον, πολλές νέες επιχειρήσεις που θα αξιοποιούν δικές τους καινοτομίες για να προσφέρουν νέα προϊόντα –τα γνωστά startups. Οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη θα έχουν καλά εισοδήματα, αλλά οι νέες θέσεις εργασίας δεν θα είναι πολλές.
Δεύτερον, εισαγωγή νέων τεχνικών σε παραδοσιακούς κλάδους (σε χωράφια, εργοστάσια και γραφεία) για να μειώσουν πολύ το κόστος και να βελτιώσουν το προϊόν. Αυτό θα προστατεύσει τις επιχειρήσεις από ξένους ανταγωνιστές και θα επιτρέψει να δίνουν καλές αμοιβές. Για την κοινωνία γύρω τους, το μεγάλο όφελος θα είναι φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα. Αλλά ο αριθμός των εργαζομένων θα μειωθεί.
Τρίτον, δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες καλής ποιότητας, για πολλούς, με υψηλή αυτοματοποίηση και χαμηλό κόστος. Το Δημόσιο αργεί περισσότερο απ’ ό,τι οι επιχειρήσεις να υιοθετήσει καινοτομίες, αλλά, όταν το κάνει, το κοινωνικό όφελος μπορεί να είναι πολύ μεγάλο στην υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια και τις υποδομές.
Αν συμβούν αυτά τα τρία, το κράτος θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την ανεργία και την ανισότητα του μέλλοντος με φορολογία και αναδιανομή. Αν δεν συμβούν αυτά, ούτε θα υπάρχουν καλά εισοδήματα για να αποδώσουν φόρους, αλλά ούτε και οι τυχόν υψηλοί φόροι θα επαρκούν για τις δαπανηρές, παλαιού τύπου κοινωνικές υπηρεσίες.
Ο κρίσιμος παράγοντας για να συμβούν είναι οι άνθρωποι –και συγκεκριμένα οι επιχειρηματίες, τα στελέχη, οι ερευνητές, που κατανοούν, παράγουν και αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες. Είναι δηλαδή οι νεότεροι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες μεσοαστοί που έχουν την περιέργεια να μαθαίνουν, την αυτοπεποίθηση να δοκιμάζουν, την φιλοδοξία να ζήσουν καλά και δεν φοβούνται τον ξένο ανταγωνιστή.
Είναι μειονότητα στην κοινωνία μας, όπως σε πολλές άλλες, αλλά είναι η σημαντικότερη ομάδα για το μέλλον της χώρας. Αν θελήσουν και μπορέσουν να δημιουργήσουν εδώ, η Ελλάδα θα κερδίσει από την τεχνολογική επανάσταση. Αν φύγουν, διωγμένοι από τους παλαβούς φόρους, ή κρύβονται, διωγμένοι από τους αριστεριστές ακτιβιστές, η Ελλάδα θα ζαρώνει σαν την Σίβυλλα στην γυάλα, που θα την χαζεύουν οι τουρίστες του πρώτου κόσμου με απορία και συμπόνοια.
Για να το πω αλλιώς: οι επενδύσεις στην τεχνολογία και στους ανθρώπους της είναι (και) πατριωτικό καθήκον.
Αρίστος Δοξιάδης* Εταίρος στο Openfund και στο νέο κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας «Π» (Big Pi). Τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα Καθημερινή