Στην Ελλάδα βιώνουμε σήμερα ένα ακόμη πολιτικο-οικονομικό παράδοξο. Μιλάμε όλοι πολύ για την ανάπτυξη, πολιτικά κόμματα και οικονομικοί φορείς, αλλά κανείς μας επί της ουσίας δεν προάγει όπως θα έπρεπε τους στόχους της. Συνταγές μαγικές δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως στοιχειώδεις προϋποθέσεις που δημιουργεί ένα εθνικό σύστημα και αυτές είναι τα κεφάλαια, το καλό επιχειρηματικό κλίμα και η ανταγωνιστικότητα.
Χρειάζεται διάθεση συνεργασίας και προόδου για την ανάπτυξη, χρειάζεται εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και αξιοπιστία μέσα σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Χρειάζεται επίσης μία οικονομική τάξη ικανή να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, να δημιουργεί αλλά και να αναλαμβάνει ευθύνες για να κερδίσει, όπως και μία πολιτική τάξη που θα αντιλαμβάνεται το καινούργιο και θα αξιοποιεί τις ευκαιρίες εντός και εκτός των εθνικών συνόρων. Η ανάπτυξη δεν υπάρχει χωρίς επενδύσεις και οι επενδύσεις δεν υπάρχουν χωρίς πρόθυμα κεφάλαια.
Στην Ελλάδα μιλάμε για την ανάπτυξη, αλλά δεν φροντίζουμε να δημιουργήσουμε, για παράδειγμα, καμία προϋπόθεση για την επιστροφή των 80 ή 90 δισεκατομμυρίων κεφαλαίων, τα οποία φυγαδεύτηκαν στις ξένες τράπεζες κατά το ξέσπασμα της κρίσης… Τα κεφάλαια αυτά λείπουν και είναι κρίσιμα για τη διψασμένη ελληνική οικονομία, ας το σκεφτεί με έναν τρόπο η οικονομική μας ελίτ.
Χωρίς να ενθαρρύνουμε, ωστόσο, τον επαναπατρισμό τους, δεν πρόκειται να επιτύχουμε τίποτε το σπουδαίο στην οικονομία και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μην απασχολεί τα πολιτικά μας κόμματα. Μιλάμε πάντα με μία δογματική προσέγγιση των πραγμάτων, χωρίς να υπολογίζουμε ότι παραδοσιακά εργαλεία όπως η συναλλαγματική πολιτική και η δημοσιονομική επέκταση εξανεμίστηκαν ή ότι οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων, εξαιτίας της μείωσης των εισοδημάτων αλλά και του ισχυρού φορολογικού σοκ που υπέστησαν οι μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες, βουλιάζουν χρόνο με τον χρόνο. Πώς βλέπουμε την ανάπτυξη;
Αντίθετα με όλα όσα θα έπρεπε να συμβαίνουν, η χώρα παραμένει απόλυτα εξαρτημένη και εθισμένη (το χειρότερο) στην ξένη οικονομική βοήθεια… Εως πότε! Ακόμη και εάν εξαιρέσουμε τον διαρκή δανεισμό, μοιραία, δεν φαίνεται να έχουμε αντιληφθεί καθόλου πως πρέπει να αλλάξουμε άρδην συμπεριφορά για να ευελπιστούμε πλέον στα κοινοτικά κονδύλια. Οι παχιές επιδοτήσεις θα κοπούν δραματικά μετά το 2020. Η Ευρώπη στο εξής θα χρηματοδοτεί επενδύσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και βοηθούν στην αναβάθμιση και μαζί στη σύγκλιση. Θα υπάρξει σκληρή, πλέον, διεκδίκηση. Τα χρήματα θα είναι σαφώς περισσότερα, αλλά μπορεί τελικά να εισπράξεις πολύ λιγότερα εάν δεν αλλάξεις τις δομές σου και δεν τα διαπραγματευτείς οικονομικά, όχι πολιτικά, με σχέδια γερά επενδυτικά που θα ανταποκρίνονται στις συνθήκες της διεθνούς ζήτησης. Εάν δεν βάλεις παραγωγικούς στόχους και δεν προετοιμαστείς κατάλληλα, δημόσια διοίκηση και επιχειρηματικός κορμός, θα χάσεις!
Ο νέος προϋπολογισμός της Ευρώπης σηματοδοτεί μία σημαντική στροφή, την οποία πρέπει απαραιτήτως να παρακολουθήσει η Ελλάδα που έχει ανάγκη και το τελευταίο ευρώ για επενδύσεις. Η ανάπτυξη, σε μία χώρα που υπέστη τα τελευταία δέκα χρόνια τη μεγαλύτερη ζημία από οποιαδήποτε άλλη προηγμένη στη μεταπολεμική ιστορία, είναι μία πολύ σοβαρή και κρίσιμη υπόθεση για να αποτελεί σήμερα πεδίο της στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ανάπτυξη ταυτίζεται με το ανοικτό πνεύμα, όχι με την πολιτική μιζέρια, προϋποθέτει ιδέες, συνεννόηση, τον δημιουργικό διάλογο στον δημόσιο χώρο, τη γοητεία και το κίνητρο της πρωτοπορίας, το ρίσκο εκ μέρους των επιχειρηματιών, την παιδεία και την προσφορά. Η ανάπτυξη έχει μία κουλτούρα! Οι περισσότεροι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι κέρδισαν, δεν έχασαν στα χρόνια της κρίσης. Το ρίσκο το φορτώθηκαν οι τράπεζες στην προηγούμενη φάση και αυτές είναι που έχασαν. Τώρα είναι η ώρα να αναλάβει τις ευθύνες του και ο επιχειρηματικός κόσμος, να περάσει μπροστά, να υποσκελίσει με το μέγεθος και τη δυναμική του το τέλμα.
Γιάννης Κοτόφωλος (Καθημερινή)