Του Αθανάσιου Παπανικολάου*
Η οξυμένη κατάσταση με τη γείτονα χώρα το τελευταίο διάστημα άνοιξε τη συζήτηση σε κορυφαίο κυβερνητικό επίπεδο με τους συμμάχους, προκειμένου να ενισχύσουμε την άμυνα της χώρας μας απέναντι στις αυξανόμενες ορέξεις του Ερντογάν.
Ο απρόβλεπτος τρόπος που κινείται η Τουρκία το τελευταίο διάστημα καθώς και συγκεκριμένες ενέργειές της, όπως στην περίπτωση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία, δείχνει ότι ο Τ. Ερντογάν ενδεχομένως να μην αρκείται σε λεκτικές μόνο επιθέσεις. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να ενισχύσουμε τη δική μας θέση τόσο σε διπλωματικό όσο και σε αμυντικό επίπεδο, προκειμένου να αποτρέψουμε την περαιτέρω όξυνση.
Ωστόσο, η συνεργασία που φαίνεται ότι πρόκειται να υπάρξει για την ενίσχυση του εξοπλισμού μας έχει μια επιπλέον πτυχή, στην οποία η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει τη δέουσα προσοχή, αποφέροντας οφέλη και δημιουργώντας υπεραξίες σε έναν τομέα όπου η χώρα μας έχει σημαντική παράδοση και μπορεί να δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία, μέσα από τη συμπαραγωγή.
Με τον όρο «Συμπαραγωγή» εννοούμε την εγγυημένη συμμετοχή ελληνικών βιομηχανιών σε κατ’ ελάχιστον ποσοστό στη διαδικασία παραγωγής των προϊόντων όπως τεθωρακισμένα άρματα μάχης, υποβρύχια, συστήματα PATRIOT, φρεγάτες, άρματα υποστηρικτικά, τεθωρακισμένα άρματα μεταφοράς προσωπικού και άλλα.
Η «Συμπαραγωγή» με το παραπάνω νόημα άρχισε να εφαρμόζεται το 1998 με εξαιρετικά και ευεργετικά αποτελέσματα για την ελληνική βιομηχανία και την εθνική οικονομία.
Υπήρχε και ο όρος «αντισταθμιστικά οφέλη» που σημαίνει ότι όταν ένας ξένος οίκος αναλάμβανε να μας προμηθεύσει ένα προϊόν είχε και την υποχρέωση να παράσχει κάποιες υπηρεσίες σε ανταπόδοση που δεν σχετίζονταν όμως κατ’ ανάγκη με το συγκεκριμένο προϊόν.
Ετσι, παλαιότερα (προ του 2000) βλέπαμε εξαγωγή φρούτων, υπόσχεση για αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα ή ακόμα και κατασκευή πισίνας σε στρατιωτικά θέρετρα. Αν όμως δούμε τα αντισταθμιστικά οφέλη σε συνδυασμό με τη συμπαραγωγή, τότε τα αποτελέσματα είναι θεαματικά, διότι δίνουν τη δυνατότητα να γίνει μέσω των αντισταθμιστικών προμήθεια μηχανολογικού εξοπλισμού, ιδιοσυσκευών παραγωγής και ελέγχου, εκπαίδευση τεχνικού προσωπικού αλλά και το κυριότερο εισαγωγή και εμπέδωση νέας τεχνολογίας και τεχνογνωσίας (know how).
Την εποχή των σκέτων αντισταθμιστικών κανένας ξένος κατασκευαστικός οίκος δεν προσκαλούσε Ελληνες τεχνικούς, για να δείξει την παραγωγική του διαδικασία.
Οταν όμως το 1998 μπήκε το 35% ως ελάχιστη εγγυημένη ελληνική συμμετοχή σε κάθε διεθνή διαγωνισμό, οι ξένοι προσκαλούσαν και έδειχναν τη βιομηχανική τους παραγωγή, τον εξοπλισμό τους, τις υποδομές τους και ενδιαφέρονταν, ώστε τα ελληνικά εργοστάσια και οι Ελληνες τεχνικοί να «καταλάβουν» όλα αυτά, ώστε να δώσουν ικανοποιητική – ανταγωνιστική προσφορά. Ετσι είχαν οι τεχνικοί ελληνικών εταιρειών την ευκαιρία να δουν σε βάθος τις εγκαταστάσεις της KMW (LEOPARD), της GIAT (LECLERK), της VICKERS (CHALLENGER), της GENERAL DYNAMICS LAND SYSTEMS (ABRAHAMS), της HDW (υποβρύχιο), της RLS (διασωστικό άρμα) αλλά και αντίστοιχα γραφεία μελετών και εργαστήρια κατασκευής πρωτοτύπων (LOCKHEED MARTIN, RAYTHEON – PATRIOT και άλλα).
Κατά αυτόν τον τρόπο μεταφέρθηκε σιγά σιγά η κατασκευή εξοπλιστικών προϊόντων στην Ελλάδα με απορρόφηση τεχνολογίας σχετικά με τα χρησιμοποιούμενα υλικά, τη βιομηχανοποίηση, τις απαιτούμενες ιδιοσκευές, τον έλεγχο, τη συναρμολόγηση, τις υποδομές αλλά και την τελική δοκιμή των προϊόντων (δοκιμή πυρός, στόχευσης, ελιγμών, στεγανότητας, ηλεκτρονικών παρεμβολών) πεδία που πριν κάποια χρόνια εθεωρείτο αδιανόητο να υλοποιηθούν στην Ελλάδα. Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού ΥΠΕΘΑ να υιοθετήσει τη λογική της Ελληνικής Βιομηχανικής Συμπαραγωγής ως προϋπόθεση ανάθεσης έργου σε οποιαδήποτε αλλοδαπή εταιρεία παροχής αμυντικού εξοπλισμού, λειτούργησε ως κίνητρο ανάπτυξης όσων ελληνικών βιομηχανιών είχαν το όραμα και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν βιομηχανική συμμετοχή στις ιδιαιτέρως απαιτητικές αυτές, από τεχνική άποψη, συμβάσεις.
Ετσι όσα ελληνικά εργοστάσια επέλεξαν να επενδύσουν σε ανθρώπινο δυναμικό, σε εξειδικευμένο εξοπλισμό και σε απορρόφηση τεχνογνωσίας, σήμερα διαθέτουν μια ώριμη και αδιαμφισβήτητη δυνατότητα αξιόπιστης βιομηχανικής συμπαραγωγής που καλύπτουν πολύ μεγάλο ποσοστό του κατασκευαστικού αντικειμένου προγραμμάτων, με συνέπεια (ελάχιστα είναι η αλήθεια) ελληνικά εργοστάσια να επιβιώνουν ασκώντας εξαγωγική δραστηριότητα με τεχνογνωσία που απέκτησαν την εποχή της ελληνικής συμπαραγωγής.
Το 2006 ο κανόνας της Συμπαραγωγής αντικαταστάθηκε από τον 3433 και από το 2009 εφαρμόζεται ο Νέος Νόμος Προμηθειών σε εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 81/2009. Και ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική πολιτεία στις συμφωνίες G to G (Government to Government) να επιβάλει τη Συμπαραγωγή για εθνικούς λόγους.
Επομένως, στα νέα εξοπλιστικά προγράμματα η πολιτεία έχει πάντα τη δυνατότητα να εφαρμόσει τη Συμπαραγωγή εφόσον προ της συμβασιοποίησης προ-συμφωνείται συγκεκριμένη συμμετοχή ελληνικών εργοστασίων που περιλαμβάνει αντικείμενα και τιμήματα και όχι βέβαια απλά ΜΟU (μνημόνια συνεργασίας).
* Ο κ. Αθανάσιος Παπανικολάου είναι αντιπτέραρχος (Ι) ε.α., επίτιμος διοικητής Διοίκησης Αεροπορικής Εκπαίδευσης.