Τις αιτιάσεις ότι η θυγατρική της Tiktok, η Bytedance, ίσως μεταβιβάζει προσωπικά δεδομένα Αμερικανών στο κινεζικό κράτος απέρριψε ο Σου Ζι Τσίου, αναφέροντας ότι η εταιρεία του έχει ξοδέψει 1,5 δισ. δολ. για να διασφαλίσει την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Ο εκτελεστικός διευθυντής της Tiktok, Σου Ζι Τσίου, ανέβηκε χθες τα σκαλιά του Καπιτωλίου για να καταθέσει στην Επιτροπή Ενέργειας και Εμπορίου, η οποία συζητάει το μέλλον της άκρως δημοφιλούς, σε παγκόσμια κλίμακα, διαδικτυακής πλατφόρμας που χρησιμοποιείται από 150 εκατομμύρια Αμερικανούς και ενδέχεται να απαγορευθεί στις ΗΠΑ.
Στην τελική ευθεία προς τις προεδρικές εκλογές του 2020, ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να εκβιάσει την κινεζική διαδικτυακή πλατφόρμα Tiktok, όπου μπορεί κανείς να αναρτήσει σύντομα βίντεο, θέτοντας τη διοίκησή της ενώπιον του διλήμματος: είτε συμφωνείτε να πουλήσετε τον αμερικανικό κλάδο της εταιρείας σας σε Αμερικανούς επιχειρηματίες είτε απαγορεύουμε τη χρήση της στις ΗΠΑ. Η προσπάθεια του Τραμπ προσέκρουσε σε πλήθος νομικών εμποδίων και κατέρρευσε. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, όμως, ο Τζο Μπάιντεν επανέρχεται στην προσπάθεια του προκατόχου του με καλύτερη προετοιμασία και διακομματική στήριξη.
Ο εκτελεστικός διευθυντής της Tiktok, Σου Ζι Τσίου, ανέβηκε χθες τα σκαλιά του Καπιτωλίου για να καταθέσει στην Επιτροπή Ενέργειας και Εμπορίου, η οποία συζητάει το μέλλον της άκρως δημοφιλούς, σε παγκόσμια κλίμακα, διαδικτυακής πλατφόρμας, η οποία χρησιμοποιείται από 150 εκατ. Αμερικανούς. Τον περασμένο Νοέμβριο ο διευθυντής του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, δήλωσε ότι το Tiktok θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις κινεζικές αρχές για να «ελέγξουν το λογισμικό εκατομμυρίων συσκευών».
Κατά τις αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, η θυγατρική της Tiktok, η κινεζική Bytedance, ενδέχεται να μεταβιβάζει προσωπικά δεδομένα Αμερικανών στο κινεζικό κράτος. Επιπλέον, πολιτικοί κατηγορούν τους υπευθύνους της πλατφόρμας ότι δεν προστατεύουν επαρκώς τα παιδιά από αρνητικές επιρροές κάποιων βίντεο.
Τις αιτιάσεις αυτές απέρριψε κατηγορηματικά ο Σου Ζι Τσίου, αναφέροντας ότι η εταιρεία του έχει ξοδέψει πάνω από 1,5 δισ. δολάρια για να διασφαλίσει με τον πιο αξιόπιστο τρόπο την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το πρόγραμμα της εταιρείας που ακούει στο όνομα «Project Texas» απασχολεί 1.500 υπαλλήλους και «κλειδώνει» τα δεδομένα των χρηστών της σε συστήματα της αμερικανικής πολυεθνικής Oracle, με την οποία έχει υπογράψει σχετική σύμβαση. Ωστόσο η Ρεπουμπλικανή πρόεδρος της Επιτροπής, Κάθι Μακμόρις Ρότζερς, απέρριψε ως «ψευδείς» τις διαβεβαιώσεις του Σου, υποστηρίζοντας ότι «το Tiktok θα πει οτιδήποτε προκειμένου να μην απαγορευθεί επί αμερικανικού εδάφους».
Νομικά - πολιτικά εμπόδια
Σε εκτενές δημοσίευμά τους, οι New York Times σημειώνουν ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να κλείσει ή να εκβιάσει την πώληση του Tiktok προσκρούει σε πολλά εμπόδια, νομικής και πολιτικής φύσης. Από τις προηγούμενες περιπέτειες της κυβέρνησης Τραμπ είναι σαφές ότι θα χρειαστεί καινούργιος νόμος –ήδη 10 Δημοκρατικοί και 10 Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση–, αλλά το θέμα είναι πιθανό να φτάσει έως το Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε απαγόρευση παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης, που κατοχυρώνεται στην πρώτη τροπολογία του συντάγματος. Αλλωστε, η Ουάσιγκτον δεν έχει προσκομίσει καμία απόδειξη για σύμπραξη της Tiktok με το κινεζικό κράτος εις βάρος των προσωπικών δεδομένων Αμερικανών. Εξίσου σοβαρά είναι τα πολιτικά προβλήματα. «Η πολιτικός μέσα μου λέει ότι θα χάσουμε στην κυριολεξία όποιον είναι κάτω των 35 ετών για πάντα», εξομολογείται στο Bloomberg News η Δημοκρατική υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο, αν και προσθέτει ότι η εθνική ασφάλεια προηγείται της δημοφιλίας των πολιτικών.
Εντονη ήταν η δυσαρέσκεια του Πεκίνου. «Αν οι πληροφορίες (για απαγόρευση) αποδειχθούν αληθείς, τότε η Κίνα θα αντιταχθεί αποφασιστικά», δήλωσε χθες η εκπρόσωπος του υπουργείου Εμπορίου Σου Τζουετίνγκ. Οσο για το ενδεχόμενο εκβιαστικής πώλησης του Tiktok, προειδοποίησε ότι «κάτι τέτοιο θα θορυβήσει έντονα επενδυτές από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και θα τραυματίσει την εμπιστοσύνη τους αναφορικά με τις επενδύσεις στις ΗΠΑ».
Reuters - kathimerini