Εξελίσσεται μία επιχειρηματική, πολιτική και γενικότερα οικονομική ίντριγκα, στην οποία διαπλέκονται οι προσωπικές επιδιώξεις με το μέλλον της ελληνικής μεταποίησης, το μοντέλο της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» αλλά και, κυρίως, τον επαναπροσδιορισμό της κορυφαίας εργοδοτικής οργάνωσης στο νέο τοπίο
Τι συνέβη και αιφνιδίως – πριν από λίγους μήνες – ορισμένοι βιομήχανοι έγιναν οπαδοί του συνθήματος «ένας, δύο, τρεις, πολλοί ΣΕΒ…»; Γιατί η ομάδα των επιχειρηματιών της Ελληνικής Παραγωγής που στοιχίζεται πίσω από τον Μιχάλη Στασινόπουλο – από τους κορυφαίους έλληνες βιομήχανους και τυπικό εκπρόσωπο της λεγόμενης «βαριάς βιομηχανίας» – ένοιωσε ότι δεν εκπροσωπείται επαρκώς από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, στην Εκτελεστική Επιτροπή του οποίου συμμετέχει; Η αντίθεση με τον άλλο κορυφαίο έλληνα βιομήχανο, τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, με τον οποίο συνυπάρχουν στα ίδια θεσμικά όργανα του συνδέσμου σίγουρα δεν είναι ένα προσωπικό «καπρίτσιο». Εχει συγκεκριμένη υλική βάση και αφορά τον τομέα της ενέργειας. Με απλά λόγια, το βιομηχανικό ρεύμα.
Η θέση του προέδρου του ΣΕΒ είναι θέση κατ΄εξοχήν πολιτική – όχι τυπικά αλλά επί της ουσίας. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει ο εκάστοτε πρόεδρος μπορούν να αναδείξουν ή να χαρακτηρίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και την ίδια την φυσιογνωμία του κορυφαίου εργοδοτικού συνδέσμου. Επί παραδείγματι, η «ανάκληση από την εφεδρεία» του νυν προέδρου, του Θεόδωρου Φέσσα, επιδιώχθηκε μεταξύ των άλλων προκειμένου να περιοριστεί η πολιτική έκθεση του συνδέσμου από την πληθωρική προσωπικότητα του προηγουμένου προέδρου, του Δημήτρη Δασκαλόπουλου: να περιοριστεί δηλαδή σε μία χαμηλής κλίμακας πολιτική και περισσότερο σε μία τεχνοκρακτική ανάδειξη των αιτημάτων και των προβλημάτων της επιχειρηματικής κοινότητας.
Αυτή η περίοδος κλείνει τέσσερα χρόνια τον Μάιο του 2018. Η «επιμελής προσπάθεια» του Ευάγγελου Μυτιληναίου να αναδειχθεί στην κορυφαία θέση της εργοδοτικής εκπροσώπησης ίσως δεν θα είναι ανέφελη, έστω κι αν αρκετοί στοιχηματίζουν πως θα είναι ο μοναδικός υποψήφιος στη γενική συνέλευση του προσεχούς Μαΐου. Πρώτη φορά εκδήλωσε την επιθυμία του όταν συζητούνταν η διαδοχή του κ. Δασκαλόπουλου, το 2014, αλλά τότε ευγενικά του διαμηνύθηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει πρόεδρος αν προηγουμένως δεν είχε θητεύσει ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της εσωτερικής λειτουργίας του συνδέσμου. (Ειρήσθω εν παρόδω ότι η σχεδόν αναγκαστική επιλογή του κ. Φέσσα παρέβη αυτούς τους κανόνες, αφού ο σημερινός πρόεδρος δεν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου).
«Δεν είναι άνθρωπος των συναινέσεων» ισχυρίζονται οι επικριτές του για τον νέο διεκδικητή, χωρίς ωστόσο να αμφισβητούν και την τελική επιλογή του. Και δεν διέλαθε της προσοχής διαφόρων που παρακολουθούν τις εξελίξεις εντός του ΣΕΒ, η «αγχώδης σπουδή» με την οποία ο κ. Μυτιληναίος «επικοινώνησε» την επίσημη κατάθεση της υποψηφιότητας του δημοσίως _ σχεδόν μόλις την υπέβαλε στην αρμόδια επιτροπή του ΣΕΒ, την οποία απαρτίζουν οι Αναστάσιος Καλιτσάντζης, Γιάννης Γιώτης και Γιάννης Μακρίδης. Πρόκειται για μία κίνηση που αντιτίθεται στους παραδοσιακά χαμηλούς τόνους με τους οποίους κινούνταν στο παρελθόν οι υποψήφιοι του συνδέσμου.
Η μακροχρόνια κρίση της ελληνικής οικονομίας και η αναδόμηση της αγοράς που προκάλεσε δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφη την Ξενοφώντος 5. Περίπου αναμενόμενο. Ισως όχι στην ένταση που εμφανίστηκε. Οσοι όμως γνωρίζουν, υποστηρίζουν ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου. Μπορεί η σημερινή διοίκηση του ΣΕΒ, με επικεφαλής τον κ. Φέσσα, να επιδεικνύει πλούσια δραστηριότητα για τη χάραξη μιας νέας πολιτικής, που να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη στη νέα μετα-μνημονιακή εποχή, όπως λένε, όμως το εσωτερικό μέτωπο του συνδέσμου εμφανώς τουλάχιστον από τον περασμένο Απρίλιο μόνον αρραγές δεν είναι.
Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στον επιχειρηματικό κόσμο στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων άλλαξε τα δεδομένα της αγοράς, τις σχέσεις μεταξύ επιχειρηματιών, βάθυνε τα ρήγματα που ούτως ή άλλως υπήρχαν μεταξύ τους, όξυνε τις αντιθέσεις και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η αχλύ της κρίσης να αφήσει το «αποτύπωμα» της ακόμη και στην θεσμική τους εκπροσώπηση. Αυτό υποστηρίζουν ορισμένοι – άλλοι θεωρούν ότι είναι δυνατόν οι αντιθέσεις να περιοριστούν και κάνουν λόγο για ενδείξεις περί αυτού. Αναφέρουν τη Διακήρυξη για την Ενίσχυση της Βιομηχανίας που εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες με τις υπογραφές πέντε βιομηχανικών συνδέσμων, δηλαδή του ΣΕΒ και τεσσάρων περιφερειακών, με έκτη την υπογραφή της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη, της ομάδας που έχει συγκροτηθεί γύρω από τον Μιχάλη Στασινόπουλο. Στην Ξενοφώντος δεν έκρυβαν τη χαρά τους για την συνυπογραφή του κειμένου και κυρίως την προσδοκία πως οι υπάρχουσες αντιθέσεις οδηγούνται σε άμβλυνση.
Δεν ήταν ίδιο το κλίμα στην άλλη πλευρά, της Ελληνικής Παραγωγής, η οποία αντιμετώπιζε την συγκεκριμένη κίνηση ως κάτι περίπου αναμενόμενο. Θεωρούν ότι εντάσσεται σε μία «επίθεση φιλίας» που δέχεται η Ελληνική Παραγωγή την τελευταία περίοδο από την διοίκηση του ΣΕΒ και αυτή η διακήρυξη λειτουργεί περίπου ως «αναβάθμιση» αυτής της «φιλικής διάθεσης» και των «καλών προθέσεων».
Προσοχή πάντως σε δύο λεπτομέρειες: πρώτον, η διακήρυξη ακολούθησε τη γνωστοποίηση της υποψηφιότητας του κ. Μυτιληναίου και, δεύτερον, το κοινό κείμενο δεν το συνυπέγραψε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, ο μόνος που δεν είναι μέλος του ΣΕΒ, συμμετέχοντας ωστόσο στην Ελληνική Παραγωγή. Εξέδωσε μάλιστα δική του ανακοίνωση την επόμενη ημέρα – πρόκειται για μία επαμφοτερίζουσα στάση που έχει τη σημασία της. Σε κάθε περίπτωση δεν θα αργήσει να φανεί ποια θα είναι η φορά των εξελίξεων και ποια θα είναι η τάση που θα επικρατήσει.
Οι χρόνιες αντιθέσεις που, έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν μεταξύ των επιχειρηματιών και των συνδέσμων τους ανά την Ελλάδα, εκδηλώνονται και εξελίσσονται με βάση τη δυναμική της σύγκρουσης στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η κρίση. Και η σχέση της κάθε πλευράς με το «γκουβέρνο» – που έλεγε και ο μακαρίτης ο Μποδοσάκης – είναι σημαντική. Οπως και η σχέση του «γκουβέρνου» με την κάθε πλευρά. Ομως αμελητέος δεν είναι και ο ρόλος της τρόικας, η οποία έχει αξιοποιηθεί από την κάθε πλευρά.
Εξελίσσεται λοιπόν μία επιχειρηματική, πολιτική και γενικότερα οικονομική ίντριγκα, στην οποία διαπλέκονται οι προσωπικές επιδιώξεις με το μέλλον της ελληνικής μεταποίησης, το μοντέλο της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται τα «μεγάλα αφεντικά» του ΣΕΒ, αλλά και, κυρίως, ο επαναπροσδιορισμός της κορυφαίας εργοδοτικής οργάνωσης στο νέο τοπίο που έχει διαμορφώσει η κρίση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τον περασμένο Απρίλιο οκτώ βιομηχανικές επιχειρήσεις και τέσσερις βιομηχανικοί σύνδεσμοι – Τσιμέντα Ηρακλής, ΕΛΒΑΛ ΑΕ, Ελληνικοί Λευκόλιθοι, ΕΛΜΙΝ Βωξίτες, ΑΕ, Επίλεκτος ΑΕΒΕ, Νάσιοναλ Καν ΑΕ, ΠΑΚΟ ΑΕ, Χαλκόρ ΑΕ και οι Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς, Σύνδεσμος Βομηχανιών Βορείου Ελλάδος, Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος και Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος – συγκρότησαν την Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη, μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία. Ηταν η πρώτη δημόσια εκδήλωση των αντιθέσεων που σοβούσαν στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων εντός του ΣΕΒ. Και όπως γίνεται σε όλες τις – δυνάμει – «διασπάσεις» υπήρξαν εντάσεις που απάδουν της … «αστικής ευγένειας» η οποία κατά τεκμήριο χαρακτηρίζει τον επιχειρηματικό κόσμο. Λέγεται μάλιστα ότι υπήρξαν πιέσεις που επηρέασαν ακόμη και εμπορικές συναλλαγές, διαμορφώνοντας έτσι βαρύ κλίμα στις σχέσεις των δύο πλευρών.
Η συγκεκριμένη ομάδα προχώρησε σ΄αυτή την κίνηση διότι θεωρεί πως η «μετάλλαξη» του συνδέσμου από ένα «κλειστό κλάμπ» της βιομηχανίας ως το 2007 – έκτοτε τα συνθετικά της επωνυμίας του ΣΕΒ άλλαξαν και από Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών μετατράπηκε σε Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών – δεν εκφράζει επαρκώς και στην «πρώτη γραμμή» τα αμιγή συμφέροντα της βιομηχανίας. Βέβαια, σε αυτή την κίνηση προχώρησε η τότε διοίκηση του ΣΕΒ λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που επήλθαν στις δομές και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, με βασική την συρρίκνωση του ρόλου της βιομηχανίας. Στόχος της ήταν η δημιουργία ενός συνδέσμου που θα συγκεντρώνει όλη την ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Εκόντες- άκοντες οι βιομήχανοι αποδέχθηκαν στον ΣΕΒ μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, νέους κλάδους όπως είναι της πληροφορικής, αλλά και τις τράπεζες – ήταν η εποχή της ανάπτυξης και των χαμηλών επιτοκίων.
Η βαθύτερη αιτία όμως της ανοικτής εκδήλωσης των διαφορών, που αναζωπύρωσαν τις παλιές δυσαρέσκειες και αντιθέσεις και τους προσέδωσαν νέα δυναμική, είναι η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που διαμορφώνεται υπό την πίεση των δανειστών και με τις προσπάθειες των εγχώριων πρωταγωνιστών. Λόγω λοιπόν του ιδιαίτερα σημαντικού ρόλου που ο όμιλος Μυτιληναίου – και όχι μόνον αυτός – παίζει στην αγορά της ενέργειας, εκδηλώνεται και η προσωποποίηση των αντιθέσεων με αυτό τον τρόπο: θεωρούν δηλαδή οι της Ελληνικής Παραγωγής και, κυρίως, οι άνθρωποι του ομίλου Στασινόπουλου ότι ο ΣΕΒ όχι μόνο δεν έχει υποστηρίξει επαρκώς τα συμφέροντα των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας, όπως είναι ο ίδιος αλλά, αντιθέτως, αξιοποιώντας τον κρίσιμο ρόλο και την ιδιαίτερη πρόσβαση που έχει ο σύνδεσμος στους κύκλους των δανειστών, προώθησε τα συμφέροντα των μεγάλων παραγωγών ενέργειας.
Και μία χρονική σημειολογία που έχει την σημασία της: στις αρχές Απριλίου οπότε ανακοινώθηκε η δημιουργία της Ελληνικής Παραγωγής, συζητούνταν με την τρόικα ρυθμίσεις που αφορούσαν την ενέργεια. Η σύνθεση της επιτροπής ενέργειας του ΣΕΒ που τότε συζητούσε με τους εκπροσώπους των δανειστών θεωρήθηκε από τον όμιλο Στασινόπουλου περίπου ως «εχθρική». Ως εκ τούτου, λένε πηγές που πρόσκεινται στην Ελληνική Παραγωγή, η διαρροή από την πλευρά του ομίλου Μυτιληναίου ότι την επιτροπή ενέργειας του ΣΕΒ από τούδε και στο εξής μπορεί να την διαχειριστεί περίπου «εν λευκώ» η πλευρά Στασινόπουλου, είναι άνευ ουσίας, διότι το πλαίσιο στις γενικές γραμμές του έχει περίπου διαμορφωθεί.
Το θέμα της ενέργειας ήταν βεβαίως το κλειδί για να αναλάβει την πρωτοβουλία της Ελληνικής Παραγωγής ο όμιλος Στασινόπουλου, όμως η συγκρότηση της και, κυρίως, η συμμετοχή των περιφερειακών συνδέσμων – με κυριότερη αυτού της Βορείου Ελλάδος – οφείλεται σε δυσαρέσκειες και χρονίζοντα προβλήματα, τα οποία οι διοικήσεις του ΣΕΒ φαίνεται πως μάλλον «έβαζαν κάτω από το χαλί». Μάλιστα άνθρωποι που είναι σε θέση να γνωρίζουν έλεγαν ότι, ανεξάρτητα από την διαρκή επίθεση φιλίας των τελευταίων μηνών που δέχεται η Ελληνική Παραγωγή από την διοίκηση του συνδέσμου, η ενδυνάμωση της «δημόσιας φράξιας» των βιομηχάνων είναι δρομολογημένη.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες επίκειται σύντομα η εγγραφή 35 νέων μελών, μεταξύ των οποίων είναι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Παρεμπιπτόντως αξίζει να σημειωθεί ότι, ανεπισήμως, άνθρωποι της Ελληνικής Παραγωγής βολιδοσκόπησαν το ενδεχόμενο του συνδέσμου «ΕΛΛΑ – ΔΙΚΑ ΜΑΣ» για την ένταξή του, αλλά προσέκρουσαν στο κριτήριο της ιδιοκτησίας που προβάλλουν οι δεύτεροι ως βασικό στοιχείο για την επιλογή τους. Πρόκειται για έναν σύνδεσμο που εκπροσωπεί περί τις 35 μεσαίου μεγέθους βιομηχανικές επιχειρήσεις ελληνικής ιδιοκτησίας, ο οποίος έχει συγκροτηθεί με βάση την αντίληψη ενός ιδιότυπου «οικονομικού εθνικισμού», της προτίμησης των ελληνικών προϊόντων, που αναπτύχθηκε στα χρόνια της κρίσης.
Μία κρίσιμη παράμετρος στις εξελίξεις είναι οι σχέσεις των διαφόρων πλευρών με το σύστημα του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι γνωστό ότι οι σχέσεις της διοίκησης Φέσσα με την κυβερνητική ηγεσία βρίσκονται περίπου στο ναδίρ. Το Μέγαρο Μαξίμου της χρεώνει τη συνεχή και επίμονη κριτική που ασκείται σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση – μέσω του δελτίου του συνδέσμου. Οι σχέσεις λοιπόν της διοίκησης του ΣΕΒ με την κυβέρνηση είναι «περιφερειακές» – απλώς παραμένουν ανοικτά ορισμένα κανάλια επικοινωνίας σε ένα μάλλον χαμηλό επίπεδο. Πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν έλεγαν ότι η κυβέρνηση ασκεί μία πολιτική «διαίρει και βασίλευε», εξηγώντας ότι ο Πρωθυπουργός επισκέπτεται και πλέκει το εγκώμιο σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που όμως είναι μέλη του συνδέσμου ή επικοινωνεί με άλλα – δυσαρεστημένα – μέλη του ΣΕΒ, συντηρώντας για την διοίκηση την εικόνα του «κακού κεφαλαιοκράτη». Ομως όταν η Κυβέρνηση χρειάστηκε στο πρόσφατο παρελθόν την βοήθεια του, αυτός δεν αρνήθηκε να βοηθήσει -με κόστος.
Το Μέγαρο Μαξίμου διατηρεί παραλλήλως ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας είτε με τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, τον οποίο λίγο έλειψε να τον χρίσει και κοινωνικό εταίρο (και όταν αυτό δεν συνέβη οι άνθρωποι της Ξενοφώντος 5 ανέπνευσαν) είτε με τους επικεφαλής της Ελληνικής Παραγωγής, με τους οποίους έχει συναντηθεί ο Πρωθυπουργός. «Εύκρατο κλίμα» στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί ακόμη και για τον κ. Μυτιληναίο, για τον οποίο κάθε άλλο παρά φαίνεται να έχει η Κυβέρνηση επιφυλάξεις μπροστά στο πιθανό πλέον ενδεχόμενο να αναλάβει την προεδρία του ΣΕΒ – μολονότι μάλιστα είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της σημερινής «εχθρικής» διοίκησης.
Τις τελευταίες ημέρες καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να πέσουν εκατέρωθεν οι τόνοι, να αμβλυνθούν οι διαφορές και να στοιχηθούν οι μεγάλοι εργοδότες σε ένα κοινό βηματισμό. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί και η επιχειρηματική κοινότητα να οδεύσει συμπαγής στην γενική συνέλευση του προσεχούς Μαΐου. Με την διαφορά όμως, προσθέτουν άλλοι ότι ο χρόνος ως τότε είναι μακρύς, το υλικό διακύβευμα μόνο αμελητέο δεν θεωρείται και η διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο μερών παραμένει ανοιχτή…
Το «πράσινο φως» για την υποψηφιότητα του Ευάγγελου Μυτιληναίου στη θέση του προέδρου του ΣΕΒ «άναψε» η Εκτελεστική Επιτροπή του Συνδέσμου στη συνεδρίαση της την περασμένη Δευτέρα. Αποφασίστηκε ότι ο κ. Μυτιληναίος θα προταθεί για την θέση του προέδρου στην γενική συνέλευση του ΣΕΒ τον προσεχή Μάιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υποψήφιος πρόεδρος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στους κλάδους της μεταλλουργίας, των κατασκευών και της ενέργειας και οι πωλήσεις του ομίλου το 2017, όπως ο ίδιος δήλωσε προσφάτως στο Reuters, θα ανέλθουν στα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι 1, 5 δισεκατομμύρια το 2016.
Δημήτρης Χαροντάκης (protagon.gr)