H µείωση επιτοκίων προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως ευρέως αναµενόταν, καθώς ο πληθωρισµός µειώνεται και η ανάπτυξη επιβραδύνεται, ενώ αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την οικονοµία. Ειδικότερα, η ΕΚΤ µείωσε κατά 25 µονάδες βάσης το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, µια απόφαση η οποία ήταν οµόφωνη, χωρίς ωστόσο να δώσει κάποιο σήµα για την πορεία των επιτοκίων το επόµενο διάστηµα, µε αναλυτές και οικονοµολόγους να εκτιµούν ωστόσο πως η κεντρική τράπεζα θα προχωρήσει σε νέα µείωση κατά τη συνεδρίαση του ∆εκεµβρίου. Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, «que sera, sera (ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει), θα συνεχίσουµε να βασιζόµαστε στα εκάστοτε διαθέσιµα στοιχεία και δεν θα δώσω καµία δέσµευση για την πορεία της πολιτικής µας», αν και πρόσθεσε πως οι µόλις έξι εβδοµάδες που µένουν έως τη συνεδρίαση του Οκτωβρίου είναι ένα µικρό χρονικό διάστηµα για να υπάρξει κάποιο σηµαντικό περαιτέρω στοιχείο, διαµηνύοντας εµµέσως πλην σαφώς ότι τον επόµενο µήνα θα τηρηθεί στάση αναµονής.

Ετσι, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαµορφώνεται πλέον στο 3,5%, µε την επικεφαλής της ΕΚΤ να εξηγεί ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισµό, η δυναµική του υποκείµενου πληθωρισµού και η ένταση µε την οποία µεταδίδεται η νοµισµατική πολιτική επέτρεψαν στην κεντρική τράπεζα να κάνει ακόµη ένα βήµα προς τον µετριασµό του βαθµού συσταλτικής µεταβολής της νοµισµατικής πολιτικής, έπειτα από την πρώτη µείωση τον Ιούνιο.

Τα άλλα δύο βασικά επιτόκια πολιτικής µειώθηκαν περισσότερο, κατά 60 µ.β., µια κίνηση η οποία είχε προαναγγελθεί τον Μάρτιο, µετά την αναθεώρηση του λειτουργικού πλαισίου της ΕΚΤ, ώστε η διαφορά µεταξύ του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηµατοδότησης και του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να διαµορφωθεί στις 15 µονάδες βάσης, από 50 µ.β. πριν. Η διαφορά µεταξύ του επιτοκίου οριακής χρηµατοδότησης και του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηµατοδότησης θα παραµείνει αµετάβλητη στις 25 µονάδες βάσης. Ως εκ τούτου, καθώς το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων µειώθηκε στο 3,5%, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηµατοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηµατοδότησης µειώθηκαν σε 3,65% και 3,9% αντιστοίχως (από 4,25% και 4,50% πριν).

Η ΕΚΤ τόνισε στην ανακοίνωσή της ότι ο εγχώριος πληθωρισµός παραµένει υψηλός, καθώς οι µισθοί εξακολουθούν να σηµειώνουν άνοδο µε αυξηµένο ρυθµό. Ωστόσο, οι πιέσεις από την πλευρά του κόστους εργασίας µετριάζονται και τα κέρδη αντισταθµίζουν εν µέρει την επίδραση των υψηλότερων µισθών στον πληθωρισµό.

Σε αυτό το πλαίσιο οι εµπειρογνώµονες του ευρωσυστήµατος διατήρησαν αµετάβλητες τις προβλέψεις τους για τον ονοµαστικό πληθωρισµό, σε 2,5% το 2024, 2,2% το 2025 και 1,9% το 2026, συνεχίζοντας έτσι να βλέπουν επιστροφή στον στόχο του 2% στα τέλη του 2025.

Ωστόσο, οι προβλέψεις για τον δοµικό πληθωρισµό αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω στο 2,9% από 2,8% πριν για το 2024, στο 2,3% από 2,2% πριν για το 2025 και στο 2,0% το 2026 (αµετάβλητο).

Επί τα χείρω αναθεωρήθηκαν και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη, λόγω της «µικρότερης συµβολής της εγχώριας ζήτησης τα επόµενα τρίµηνα», και για τα τρία έτη. Πλέον αναµένεται ότι η οικονοµία της Ευρωζώνης θα αναπτυχθεί µε ρυθµό 0,8% το 2024 από 0,9% που είχε προβλεφθεί τον Ιούνιο, µε 1,3% το 2025 από 1,4% πριν και µε 1,5% το 2026 από 1,6% πριν.

Με βάση τα παραπάνω οι αναλυτές εκτιµούν πως αν και προς το παρόν η ΕΚΤ δεν θα βιαστεί, στη συνέχεια θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε ταχύτερες µειώσεις επιτοκίων. «Είναι θέµα χρόνου προτού οι πιο ζοφερές προοπτικές ανάπτυξης µεταφραστούν σε πιο επιθετικές µειώσεις επιτοκίων. Η προσγείωση της οικονοµίας των ΗΠΑ και ο αντίκτυπος στην Ευρωζώνη θα µπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσµα για κάτι τέτοιο», σηµειώνει ο επικεφαλής οικονοµολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι, εκτιµώντας πως η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέα µείωση τον ∆εκέµβριο και το 2025 οι µειώσεις θα πολλαπλασιαστούν.

Οταν ερωτήθηκε η Λαγκάρντ εάν θεωρεί ότι η µείωση των επιτοκίων αναµένεται να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, απάντησε πως ο αντίκτυπος θα αργήσει να φανεί. «Η οικονοµία ακόµη βιώνει τις επιπτώσεις των αποφάσεων της σύσφιγξης της νοµισµατικής πολιτικής, και αν και οι πιέσεις θεωρούµε πως έχουν κορυφωθεί, θα συνεχιστούν για κάποιο διάστηµα ακόµη», όπως σηµείωσε.

Ερωτηθείσα για την έκθεση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι που ζητάει σαρωτικές µεταρρυθµίσεις για την τόνωση της οικονοµίας της Ε.Ε., η Λαγκάρντ τόνισε ότι «η έκθεση κάνει µια σοβαρή, αλλά δίκαιη διάγνωση», προσθέτοντας πως «οι διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που προτείνει θα µπορούσαν να είναι εξαιρετικά χρήσιµες για να γίνει ισχυρότερη η Ευρώπη».

kathimerini